Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ὁ ἀσυμβίβαστος ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς


Τιμᾶται ἕνας Ἅγιος μὲ τὴν ἀπαξίωση τῶν ἀγώνων του;

 
Ὁ ἀσυμβίβαστος ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς
καὶ ἡ διπλοπροσωπεία τῶν Οἰκουμενιστῶν
(Βδελυρὲς συμπροσευχὲς χωρὶς τέλος)
ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, σκορπάει στοὺς τέσσερις ἀνέμου ὅλη τὴν ἐπιχειρηματολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν περὶ αὐτοὺς Ἐπισκόπων.
Σήμερα, ἡ ὀρθόδοξη Πίστη «κινδυνεύει δεινῶς», ὅπως καὶ τότε στην Φερράρα, ἀφοῦ οἱ Παπικοὶ χρησιμοποιοῦν ἴδιες ἢ ἐξελιγμένες μεθόδους ἀφομοιώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, χωρὶς να ἔχουν μετανοήσει ἢ διορθώσει καμία ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τους, ἀντίθετα, ἔχουν προσθέσει καὶ ἄλλες.

Ἡ μεγάλη διαφορὰ τοῦ τότε μὲ τὸ τώρα εἶναι, ὅτι οἱ ἡμέτεροι Οἰκουμενιστὲς ἔχουν καταφέρει νὰ θεωροῦνται ὀρθόδοξοι ποιμένες, διότι δὲν ὑποστηρίζουν ξεκάθαρα τὴν αἱρετίζουσα ἰδεολογία τους (=συμφεροντολογία τους), ἀλλὰ παρουσιάζονται κάθε φορὰ μὲ διαφορετικὰ «ὁμολογιακὰ πρόσωπα», προσαρμόζοντας καταλλήλως τοὺς λόγους τους, ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν οἱ ἀποδέκτες τῶν ὅσων λέγουν εἶναι ὀρθόδοξοι ἢ ἑτερόδοξοι.
Ἐνῶ, δηλαδή, διαβεβαιώνουν βαρύγδουπα τοὺς ὀρθοδόξους (διὰ στόματος π.χ. τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου) ὅτι «οὐδὲν ἀπεμπολοῦμεν, ἀλλὰ παραμένουμε εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μας», συλλαμβάνονται ψευδομένοι, ἀφοῦ συνεχῶς ὑποχωροῦν μπροστὰ στις ἀξιώσεις τοῦ Πάπα. Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστὸν πὼς ἔχουν δεχθεῖ α) ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αὐτόνομη Ἐκκλησία, ἄρα ἀποδεχόμεθα πὼς ὑπάρχουν δύο «ἐκκλησίες», καταργοῦντες ἔτσι τὸ «Πιστεύω» μας, μὲ τὸ ὁποῖο ὁμολογοῦμε πίστη σὲ Μία Ἐκκλησία· β) πὼς ὁ Παπισμὸς ἔχει ἰσόκυρο μὲ τοὺς ὀρθοδόξους βάπτισμα. Παρὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὶς πρὸς ἐτῶν πατριαρχικὲς διαβεβαιώσεις ὅτι δὲν συμπροσεύχονται, καθημερινῶς βλέπουμε ὅτι ἀδιαντρόπως συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ συζητοῦν μαζί τους παρὰ τὴν διαπιστωμένη ἀγκύλωση τῶν παπικῶν καὶ ἐπιμονὴ στις αἱρέσεις τους.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο παραμυθιάζουν ἢ ἐκβιάζουν τὸν ἀγνοοῦντα λαό, εἴτε ἐπικαλούμενοι τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους, εἴτε φοβίζοντάς τον, ὅτι ὅποια ἀντίδρασή του θὰ ὁδηγήσει σὲ σχίσμα. Ἔτσι, ἑδραιώνεται ἡ αἵρεση καὶ ἀδρανοποιεῖται κάθε μεμονωμένη ἀντίδραση.
Μιὰ ἄλλη μεγάλη διαφορὰ τοῦ τότε μὲ τὸ τώρα (ποὺ ἀποτελεῖ τὸ τραγικὸ στοιχεῖο τοῦ σήμερα) εἶναι πὼς σήμερα, στὸ χῶρο τῶν ἀντι-οἰκουμενιστῶν, ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυση: ἀναποφασιστικότητα, διβουλία καὶ διαφορετικὲς τοποθετήσεις καὶ πρακτικές, ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐγχώριων αἱρετικῶν, δηλ. τῶν «ὀρθόδοξων» οἰκουμενιστῶν. Οὐδέποτε αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη οἱ ἀντι-οἰκουμενιστικὲς δυνάμεις νὰ καθήσουν σὲ ἕνα τραπέζι καὶ νὰ ἀναζητήσουν μὲ ταπείνωση, ὄχι τὴν ἑκάστου γνώμη, ἀλλὰ τὴν «συμφωνία τῶν Πατέρων» στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τρόπους ἀντιμετωπίσεώς τους.
Καὶ ἐδῶ, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, δείχνει τὸ δρόμο. Ἂν καὶ συμμετεῖχε (παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις του) στὸ Διάλογο μὲ τοὺς Παπικούς, στὰ πλαίσια τῆς Συνόδου τῆς Φερράρας, καὶ συζήτησε  καλοπροαίρετα μαζί τους –πιεζόμενος ἀπὸ τὶς καταστάσεις τῶν καιρῶν–, δὲν παρασύρθηκε σὲ μιὰ ἐνδοτικὴ πολιτικὴ καὶ παραχωρήσεις τάχα καλῆς θελήσεως πρὸς τοὺς Λατίνους, ἀλλά, ἀκολουθώντας καὶ ἐπικαλούμενος τὴν πάγια γραμμὴ τῶν Πατέρων στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν εἶχε κανένα δισταγμό, μετὰ τὶς πρῶτες συζητήσεις καὶ τὴν διαπίστωση τῆς ἀδιαλλαξίας καὶ τῆς δολιότητός των, νὰ παραμείνει βράχος ἀκλόνητος στὴν γραμμὴ τῶν πρὸ αὐτοῦ Πατέρων. Λίγες ἑβδομάδες ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ τὸν πείσουν ὅτι οἱ Λατῖνοι κι ὁ Πάπας τους εἶναι ἀμετανόητοι, γι’ αὐτὸ καὶ ἀντέδρασε ἔντονα, ἀντιστάθηκε στὴν «ἕνωση», ὑβρίσθηκε, καὶ ἀπειλήθηκε ἀπὸ τὸν Πάπα καὶ τὰ «κοπέλια» του.
Οἱ οἰκουμενίζοντες, ὅμως,  σημερινοὶ ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι, ἀποδέχονται τοὺς Παπικοὺς καὶ συνομιλοῦν μαζί τους, ὡσὰν οἱ αἱρετικοὶ νὰ εἶναι οἱ καλύτεροί τους φίλοι, καὶ γι’ αὐτὸ ἀπολαμβάνουν τιμῶν ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς καὶ διαστρέφουν τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ, δίνοντας ἀντίθετο μήνυμα πρὸς τοὺς πιστούς, ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔδωσε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος.
Τὰ τροπάριά ποὺ ἀκολουθοῦν (ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸν Ὄρθρο), μᾶς δείχνουν πῶς ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τοὺς αἱρετικοὺς Δυτικοὺς-Παπικούς. Γι’ αὐτό, δικαίως ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀπέδωσε τόν τίτλο τοῦ Ἄτλαντος  καί προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅσοι ἀκόμα πιστεύουμε ὅτι «τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος» δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ μιμηθοῦμε τὸν Ἅγιο.
«Τίς ἀξίως ὑμνήσει σε, Μᾶρκε Πάτερ θεόσοφε; ὅτι ἡμᾶς ἔσωσας κινδυνεύοντας, τῆς ἐκ τῆς Ρώμης χειρώσεως, καὶ λύμης αἱρέσεως, καὶ ἠθῶν καινοφανῶν, ὡς ποιμὴν ἀληθέστατος· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἑώας ἁγία Ἐκκλησία, ὡς προστάτην καὶ σωτῆρα, καὶ εὐεργέτην γεραίρει σε».

«Σήμερον ὑπὲρ ἥλιον ἔλαμψεν, ἡ πανέορτος μνήμη, τοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχου, Μάρκου τοῦ παμμάκαρος, τὴν Ἐκκλησίαν λαμπρύνουσαν· δεῦτε Ὀρθοδόξων τὰ συστήματα, πνευματικῶς ἑορτάσωμεν, εὐσήμῳ στόματι βοῶντες· χαίροις τῆς ἐν Ἑώᾳ ἁγίας Ἐκκλησίας, στύλος καὶ ἑδραίωμα καὶ τῆς ἐν Δύσει κενῶς φρυαττομένης, ἀκαταγώνιστος ἔλεγχος· χαίροις τῶν ἀληθῶν δογμάτων, ταμίας ἀσφαλής, τῶν Πατερικῶν θησαυρὸς παραδόσεων καὶ τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας καταπέλτης ἰσχυρός· χαίροις Μᾶρκε Πατὴρ ἡμῶν, τῶν Ἀποστόλων μιμητά, καὶ τῆς Ἐφέσου πρόεδρε περίδοξε. Πρέσβευε δεόμεθα, ἀσαλεύτους ἡμᾶς μένειν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ, καὶ ἐκ πάσης λυτροῦσθαι αἱρέσεως».

«Ἀποστολικῇ λαμπόμενος χάριτι, καὶ ζήλῳ θείῳ πυρπολούμενος, ὡς Ἠλίας ὁ μέγας, Μᾶρκε ἱερώτατε, ἀκατάπληκτος ἔστης, τῶν Πατρώων δογμάτων προασπιστής, καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας συνήγορος, κινδυνεούσης δεινῶς· τὸ κατακλύζον γὰρ ἐκ Δύσεως, θολερὸν ρεῦμα ἀνέστειλας, καὶ τῆς ἐκ τούτου βλάβης, ἀσινῆ αὐτὴν διέσωσας. Διό χαριστηρίους ᾠδάς σοι ᾄδομεν, καὶ χρεωστικῶς τὴν μνήμην σου ἄγωμεν, ὡς ἂν ρυσθείημεν Ἅγιε, προσδοκωμένων περιστάσεων».

«Τὴν πανοπλίαν τῆς Πίστεως, ἐνδεδυμένος Πάτερ, αἱρετικῶν συνασπισμὸν διέλυσας, ἐν τῇ δοθείσῃ σοι χάριτι, ὡς Ἱεράρχης θεόληπτος· τῆς γὰρ πάλαι Ρώμης τὸν πρόεδρον, κατεπαιρόμενον δεινῶς τῆς τῶν Πατέρων γνώσεως, καὶ τῶν ἁγίων Συνόδων, εἰς τέλος κατέβαλες, τῇ ἀτρέπτῳ ἐνστάσει σου· Οὐδὲν γὰρ ἐποιήσαμεν, ὁ ἄνους ἐβόησεν, ὁμολογῶν τὴν ἧτταν· καὶ διεστώτων σύναψις, καὶ κλονουμένων στηριγμὸς γενόμενος, ἀξίως ἐδοξάσθης, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μᾶρκε παμμακάριστε».
Κλείνουμε τὸ παρὸν σημείωμα μὲ ἕνα κείμενο (ὁδηγὸ ὀρθοδόξου πορείας) τοῦ Ἁγίου Μάρκου:
«Φεύγετε οὖν αὐτούς, ἀδελφοί, καὶ τὴν πρὸς αὐτοὺς κοινωνίαν· οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. Καὶ οὐ θαυμαστόν · αὐτὸς γὰρ ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. Οὐ θαῦμα οὖν, εἰ καὶ οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τὸ τέλος ἔσται κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. Καί πάλιν ἀλλαχοῦ περὶ τῶν αὐτῶν ὁ αὐτὸς ἀπόστολος· Οἱ τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ, καὶ διὰ τῆς χρηστολογίας καὶ εὐλογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων» (Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα, τόμ. Α΄ σελ. 266).
Παναγιώτης Σημάτης