Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Απάντηση π. Ευθ. Τρικαμηνά στον π. Π. Δημητρακόπουλο για την Ημερίδα περί Αποτειχίσεως



Περιοχή Ἀμπελακίων 28/10/2013

            Σεβαστέ καί ἀγαπητέ π. Παῦλε χαῖρε ἐν Κυρίῳ.
Σήμερα πού ἀπεφάσισα τελικά νά σᾶς ἀπαντήσω στήν ἀπό 30/9/2013 πρός ἐμέ ἐπιστολή σας εἶναι ἡ ἐθνική ἐπέτειος τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Ἐπιστρέφοντας λοιπόν τό πρωΐ ἀπό τήν ἀγρυπνία τῆς ἁγ. Σκέπης τῆς Παναγίας μας καί προκειμένου νά μήν νυστάξω ὁδηγώντας ἄκουγα τόν ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος παρουσίαζε  ἕνα ἀφιέρωμα στήν ἐποποιΐα τοῦ 1940.
Σκέφθηκα λοιπόν ὅτι ἄν οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι καί κληρικοί εἴχαμε τήν μισή ἀνδρεία καί αὐταπάρνησι καί διαθέταμε τόν μισό ἡρωϊσμό ἀπό αὐτόν πού ἐπέδειξαν οἱ ἀγωνιστές πατριῶτες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί μάλιστα γιά τά θέματα τῆς πίστεως, ἀσφαλῶς θά εἶχε ἀποκατασταθῆ ἡ ὀρθόδοξος πίστις καί ἡ σημερινή ἐπίσημος Ἐκκλησία θά ἐβάδιζε τήν ὁδό τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς ἐπέδειξαν σέ ἀνάλογες περιπτώσεις αἱρέσεων αὐτό τό ὀρθόδοξο καί μαρτυρικό φρόνημα.
Ἀλλά τελικῶς ἀπό ὅ,τι φαίνεται ὅλοι μας σήμερα (καί πρῶτοι οἱ Ἐπίσκοποι) δέν ἀνήκουμε στούς ἀετούς τῆς περιόδου ἐκείνης, οὔτε πολύ περισσότερο στούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μᾶς διεφύλαξαν διαχρονικά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ἀνήκουμε στά κατοικίδια ἐκεῖνα πτηνά μέ τά ὁποῖα συνηθίζουν νά παρομοιάζουν συχνά τούς δειλούς καί βολεμένους.
Συγχωρέστε μου ἐκ τῶν προτέρων τήν αὐστηρότητα, ἀλλά εἰλικρινά, δέν μπορῶ νά κατανοήσω τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο παρουσιάζουμε ὅλους αὐτούς τούς ἡρωϊκούς ἀγῶνες τῶν πατέρων μας, τήν στιγμή πού ἐμεῖς, γιά τά θέματα τῆς πίστεως καί τήν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ζητοῦμε ὑπεκφυγές καί προσπαθοῦμε μέ κάθε τρόπο νά ἀλλοιώσωμε τό μαρτυρικό καί θυσιαστικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά διατηρήσωμε τίς θέσεις καί  τά ἀξιώματά μας καί νά συμβαδίσωμε μέ τό πνεῦμα τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό θέλω νά τονίσω μέ λύπη τήν παρακάτω διαπίστωσι. Ἄν διαθέταμε κάποια ἴχνη ἀνδρείας τῶν πατριωτῶν τῆς ἐποποιΐας τοῦ ’40, καί ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἦτο δυνητικός (ὅπως ἰσχυρίζεσθε), καί ἄν πάλι ὑποτεθῆ ὅτι καί ἡ ἁγ. Γραφή μᾶς προέτρεπε εἰς τόν ἐφησυχασμό καί τήν ἀναμονή μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, καί ἄν, ἐπί πλέον, καί οἱ Πατέρες μᾶς ἐδίδασκαν αὐτήν τήν τακτική ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί τήν ὑπαγωγή μας στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, πάλι θά ἔπρεπε, ὄχι μόνον νά ἀνησυχοῦμε δι’ αὐτήν τήν στάσι μας, ἡ ὁποία οὐδέν μαρτυρικόν στοιχεῖον περιέχει, καί νά ἀναζητοῦμε παραδείγματα καί εὐκαιρίες νά ἀποτινάξωμε τόν αἱρετικό ζυγό ἀπό πάνω μας, βλέποντας μάλιστα ὅτι ἡ μακροχρόνια αὐτήν παράτασι τῆς αἱρέσεως, ἀλλοιώνει τό φρόνημα καί τό ἰδικό μας καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τώρα ἀπεναντίας ἀναζητοῦμε ἑρμηνεῖες συγχρόνων πατέρων (ὄχι Ἁγίων), ἐφευρίσκουμε ὀρθολογιστικές μεθόδους τακτικῆς τοῦ ἀγῶνος καί προσπαθοῦμε νά στηριχθοῦμε σέ κάποια ἱστορικά γεγονότα, προκειμένου ὄχι μόνον νά ἀκολουθήσωμε τήν ὁδό τοῦ συμβιβασμοῦ καί τοῦ βολέματος, ἀλλά ἐπί πλέον νά ἔχωμε καί ἥσυχη τήν συνείδησί μας ὅτι ὀρθῶς καί μέ διάκρισι ἀντιμετωπίζομε σήμερα τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Θά σᾶς ἀναφέρω π. Παῦλε, ἕνα συγκλονιστικό γεγονός τό ὁποῖον αὐτές τίς ἡμέρες ἔτυχε νά διαβάσω ἀπό τό συναξάρι τῆς ἡμέρας. Πρόκειται γιά τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Οὐάρου ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στίς 19 Ὀκτωβρίου. Γράφει λοιπόν τό συναξάρι στό μηναῖο τά ἑξῆς: «Οὗτος ἐπί Μαξιμιανοῦ τοῦ Βασιλέως ἦν, στρατευόμενος ἐν Αἰγύπτῳ, γένους ὤν ἐπισήμου καί λαμπροῦ καί εὐσεβοῦς. Ἐγκλεισθέντων δέ τινων Ἁγίων, ἑπτά τόν ἀριθμόν, ἐπί χρόνον πολύν, ἐπεμελεῖτο αὐτῶν ὁ Ἅγιος Οὔαρος καθ’ ἑκάστην. Ἑνός δέ  τῶν ἑπτά ἀναπαυσαμένου, κατέταξεν ἑαυτόν ὁ Ἅγιος ἀντ’ ἐκείνου∙ καί πρός τόν Ἡγεμόνα μετά τῶν λοιπῶν ἀχθείς, τύπτεται ῥοπάλοις, καί ἐπί πολύ ξέεται τάς πλευράς, καί ἐν αὐταῖς ταῖς βασάνοις, ἐπί πέντε ὥραις παραταθείσαις τήν ψυχήν τῷ Κυρίῳ ἀποδίδωσι».
Διερωτῶμαι λοιπόν, ποία εὐαγγελική ἐντολή ἤ ποία διδασκαλία τῶν Ἁγίων μᾶς προτρέπει νά βάλωμε τόν ἑαυτόν μας στή θέσι ἑνός νεκροῦ. Τό νά ἀντικαθιστοῦσε ὁ ἅγιος κάποιον φυλακισμένο μελλοθάνατο καί νά τόν διέσωζε μέ τήν θυσία του, αὐτό τό κατανοῶ καί εἶναι ὄντως ὑψίστη θυσία καί μίμησις τοῦ Χριστοῦ. Τό νά ἀντικαταστήσης ὅμως κάποιον νεκρό καί νά ἀναπληρώσης τό μαρτύριο, τό ὁποῖο αὐτός τρόπον τινά ὑστερήθη, αὐτό νομίζω εἶναι ὑπέρβασις τῆς φύσεως καί τῆς λογικῆς καί μόνο βιωματικά μπορεῖ νά κατανοηθῆ. Τέτοια παραδείγματα τῶν λεγομένων αὐτοκλήτων ἁγίων μαρτύρων διαβάζομε καθημερινά  στά συναξάρια καί αὐτά νομίζω ἐλέγχουν  περισσότερο καί σηματοδοτοῦν τήν ἰδική μας ἀλλαγή προαιρέσεως καί πορείας καί δή τῶν Ἐπισκόπων καί κληρικῶν, ἡ ὁποία ἀπό μαρτυρική μετηλλάχθη σέ ἑρμαφρόδιτη κατά τόν τύπον αὐτῶν πού ἀλλάζουν φῦλο.
Ἐρχόμενος ἐν συνεχείᾳ στό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς σας θέλω νά ἀναφέρω κάποια βασικά σημεῖα, παρερχόμενος τά ὑπόλοιπα γιά νά μήν μακρυγορῶ.  Γράφετε μετά τήν εἰσαγωγή τά ἑξῆς: «Στήν τιμητική αὐτή πρόσκληση, (ἐννοεῖται νά συμμετέχω στήν ἡμερίδα σας) εἴχατε δύο  ἐπιλογές. Πρῶτον νά λάβετε μέρος στήν ἡμερίδα, παρουσιάζοντας τίς θέσεις ὑμῶν, πού θά κατεγράφοντο στά «Πρακτικά» καί θά ἐγίνοντο γνωστές ἀπό πλῆθος ἀναγνωστῶν καί εἰς τό μέλλον, καί δεύτερον, ἐφ’ ὅσον κρίνετε ὅτι ἡ ἡμερίδα ἐκυριαρχεῖτο ἀπό εἰσηγήσεις καί προτάσεις ἀντίθετες πρός τήν ὑμετέραν γραμμήν, ἔπρεπε, νά ἀρνηθῆτε τήν συμμετοχή».  Αὐτό, πάτερ, πραγματικά θυμίζει τό τελεσίγραφο τοῦ Μουσολίνι πρός τόν πρωθυπουργό Ἰ. Μεταξᾶ.
Δηλαδή, ἐνῶ εἴχαμε κάποιον διάλογο, ἐνῶ εἴχατε ἤδη προβεῖ σέ μία κριτική στό ἐκδοθέν βιβλίο μου περί τῆς διαχρονικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἐνῶ μετά τήν ἀναίρεσι τῆς κριτικῆς σας μελέτης ἐκ μέρους  μου, σᾶς εἶχα θέσει κάποιες συγκεκριμένες ἐρωτήσεις, διά νά ἀποφεύγωνται οἱ ὑπεκφυγές καί ἡ ἑστίασις τῆς συζητήσεως στά σημεῖα πού μᾶς ἐξυπηρετοῦν, ἐσεῖς ξαφνικά ἀποφασίζετε, μονομερῶς καί αὐτοβούλως, τήν ὀργάνωσι ἡμερίδος, στήν ὁποία ὅπως γράφετε ἐγώ εἶχα δύο ἐπιλογές. Ἤ δηλαδή νά ἀποδεχθῶ ἤ νά ἀρνηθῶ τήν πρόσκλησί σας.
Καί ἄν μέν ἀποδεχόμουν, τήν τιμητική ὅπως λέτε πρόσκλησί σας, θά ἔκανα μία εἰκοσάλεπτη εἰσήγησι, ἡ ὁποία προφανῶς θά χανόταν μέσα στίς ὑπόλοιπες, τίς ὁποῖες θά εἴχατε ἐπιλέξει ἐσεῖς, καί, σύμφωνα μέ τό λόγιο «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω», θά ἐβγάζατε τά συμπεράσματα πού σᾶς ἐξυπηρετοῦσαν στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τήν στιγμή μάλιστα πού οἱ εἰσηγήσεις θά ἐγίνοντο ἀπό ἀνθρώπους μέ πτυχία καί περγαμηνές καί κατά τό δή λεγόμενο «φίρμες».
Ἄν πάλι ἀρνιόμουν τήν τιμητική πρόσκλησί σας, θά ἐφαίνετο  ὅτι δέν ἔρχομαι, προφανῶς, ἐπειδή δέν ἔχω ἐπιχειρήματα νά ἀντιτάξω στίς «φίρμες», καί ἔτσι πάλι θά ἐξάγατε τά συμπεράσματα πού σᾶς ἐξυπηρετοῦσαν καί θά ἐπαίζατε εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι σέ «μονό ταμπλώ».
            Τό ὅτι τέλος ἀπεδέχθην μετά χαρᾶς τήν πρόσκλησί σας, πλήν ὅμως σᾶς ἔθεσα κάποιους ὅρους, τούς ὁποίους ἔπρεπε ὡς διοργανωτές νά τηρήσετε γιά νά ὑπάρχη, τουλάχιστον φαινομενικά, κάποια στοιχειώδης δικαιοσύνη, αὐτό ἀπό τήν μετέπειτα στάσι σας φάνηκε ὅτι σᾶς ἐπείραξε καί κατά τό δή λεγόμενο σᾶς «κάθισε στό λαιμό».  Δι’ αὐτό τό ρίξατε πάλι στά πνευματικά καί γράφετε κατωτέρω τά ἑξῆς: «Ἡ καχυποψία λοιπόν, ἡ ἀπουσία “καλοῦ λογισμοῦ”, ἡ ἐκ τῶν προτέρων πεισματώδης ἐπιμονή στίς θέσεις ὑμῶν, ὡς καί οἱ ἀπαράδεκτοι, γιά μᾶς ὅροι, τούς ὁποίους θέτετε στήν διοργάνωση τῆς Ἡμερίδος, δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά συμπεράνουμε, ὅτι ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες ἐκεῖνες προϋποθέσεις, πού ἀπαιτοῦνται γιά τήν συμμετοχή ὑμῶν στήν Ἡμερίδα».
Εἶναι ἄξιον ἀπορίας, πάτερ, πῶς ἡ δική μας στάσις θεωρεῖται ἐκ μέρους σας ὡς «πεισματώδης ἐπιμονή», τήν στιγμή πού σᾶς καταθέσαμε δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία, ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ ἰδική σας ἐμμονή καί ἐπιμονή στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πού ὁδηγεῖ στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα, δέν εἶναι πεισματώδης καί ἐξωφρενική, καθ’ ὅσον μάλιστα  μέχρι τώρα δέν προσκομίσατε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό καί πατερικό χωρίο τό ὁποῖο νά συνηγορῆ καί νά ὑπερασπίζεται αὐτήν τήν καινοφανῆ θεωρία τοῦ βολέματος.
Εἶναι δηλαδή σά νά ἔλεγε ὁ τότε πρωθυπουργός  Ἱ. Μεταξᾶς στούς Ἕλληνες: «Οἱ ἐχθροί θέλουν νά καταλάβουν τήν πατρίδα μας. Ὅποιος θέλει μπορεῖ νά ἀγωνισθῆ καί θά ἀξιωθῆ τιμῆς ἐκ μέρους τοῦ ἔθνους μας καί ὅποιος θέλει μπορεῖ νά συμβιβασθῆ χωρίς νά κατακριθῆ δι’ αὐτό καί νά περιμένη ἐν ἡσυχίᾳ καί ὑπομονῇ τήν τελική ἔκβασι τῶν πραγμάτων».
Ἄν ἔτσι ἔλεγε ὁ τότε πρωθυπουργός, σήμερα ἀσφαλῶς δέν θά εἴχατε νά παρουσιάσετε στόν ραδιοφωνικό σας σταθμό αὐτά, τά ὁποῖα κρίνετε ὅτι ἀποτελοῦν τό καύχημα καί τήν δόξα τοῦ ἔθνους μας.  Καί τότε βεβαίως, ὑπῆρχαν αὐτοί πού ἑρμήνευσαν μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τά λόγια τοῦ πρωθυπουργοῦ. Καί ἀσφαλῶς αὐτοί μετά δέν ἐτιμωρήθηκαν. Καί ἴσως νά ἐθεώρησαν συνετή καί διακριτική τήν στάσι των, ἐφ’ ὅσον τελικά ἐγλύτωσαν τήν ζωή των.
Συγχωρέστε με πάτερ, πού κατεβάζω τόσο χαμηλά τό ἐπίπεδο τῆς συζητήσεως, ἐφ’ ὅσον ἐδῶ πρόκειται ὄχι γιά τό ἔθνος καί τήν πατρίδα, ἀλλά γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
            Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε τήν τελική ἀπόφασί σας μετά ἀπό ὅλους τούς λαθυρινθώδεις ἐλιγμούς σας: «Ἐμεῖς θά ὀργανώσουμε τήν ἡμερίδα, χωρίς τήν ὑμετέρα συμμετοχή. Ἁπλῶς χάνετε μία εὐκαιρία, γιά νά ἀκουσθοῦν εὐρύτερα οἱ θέσεις ὑμῶν».
Ἐδῶ πρέπει νά σᾶς ἐπισημάνωμε κάποια πράγματα. Ἐφ’ ὅσον μέ τήν ἀπάντησί μας διαπιστώσατε τήν «καχυποψία μας, τήν ἀπουσία καλοῦ λογισμοῦ, τήν ἐκ τῶν προτέρων πεισματώδη ἐπιμονή στίς θέσεις μας καί τούς ἀπαράδεκτους ὅρους τούς ὁποίους σᾶς ἐθέσαμε», γιατί π. Παῦλε, στήν πρόσφατη σύναξι τῶν πατέρων στήν Γατζέα, ἀπό ὅ,τι ἐμάθαμε ἀπό τούς παρευρισκομένους, ἐδηλώσατε ὅτι ὀργανώνεται ἀπό τήν Μητρόπολί σας ἡ ἡμερίδα στήν ὁποία θά συμμετέχουν ἀπό τήν μία πλευρά ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς καί ὁ θεολόγος κ. Παν. Σημάτης καί ἐζητήσατε τήν συμμετοχή τῶν πατέρων καί καθηγητῶν τοῦ Πανεπιστημίου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ καί π. Θεοδ. Ζήση;
Ἐφ’ ὅσον δηλαδή εἴδατε τήν ἀδιάλλακτο καί πεισματώδη στάσι μας, ἔπρεπε λογικά νά ἀνακοινώσετε στούς πατέρες ὅτι ὀργανώνεται ἡ ἡμερίδα χωρίς τήν ἰδική μας συμμετοχή,  ὁπότε προφανῶς και ἐκεῖνοι δέν θά ἀρνοῦντο τήν συμμετοχή των εἰς αὐτήν. Ἄρα λοιπόν στήν ἀπόφασί σας αὐτή ἀχθήκατε, ὅταν διαπιστώσατε τήν παραίτησι αὐτῶν στούς ὁποίους ἐστηρίζεστο καί ὅλα αὐτά τά ἐγράψατε γιά νά δικαιολογήσετε τήν τελική ἀπόφασί σας, ἐφ’ ὅσον διεπιστώσατε ὅτι «οἱ φίλοι σας καί οἱ πλησίον σας ἐξ ἐναντίας ἤγγισαν καί ἔστησαν καί οἱ ἔγγιστά σας ἀπό μακρόθεν ἔστησαν» (Ψαλμ. 37,12).
Πάντως π. Παῦλε ἔχετε δίκιο εἰς τό ὅτι ἐμεῖς εἴμεθα ἐμπαθεῖς καί μάλιστα σέ σημεῖο  νά μήν μποροῦμε νά βάλωμε καλό λογισμό.
            Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε: «Δέν ἐπιθυμοῦμε ἐπίσης νά συνεχισθῆ  ἀντιπαράθεσις μέ ἐπιστολές ἐπί ἐπιστολῶν καί ἀπαντήσεις ἐπί ἀπαντήσεων. Ἄς βάλουμε ἕνα τέρμα στό θέμα αὐτό καί ἄς ἀφήσουμε τόν Κύριο, νά δείξει πάνω στά πράγματα, ποιοί ἔχουν τό δίκαιο  καί ποιοί τηροῦν τήν ὀρθή στάση».
Δηλαδή, πάτερ, κάνατε ὅλο τόν κόπο νά συντάξετε τήν κριτική σας μελέτη καί τώρα πού σᾶς διευκολύνομε τόν δρόμο θέτοντάς σας συγκεκριμένες ἐρωτήσεις καί δεχόμενοι ἀπό σᾶς ὁμοίως ἀνάλογες, παραιτεῖσθε ἀπό αὐτόν τόν δημόσιο διάλογο, ἐνῶ μάλιστα σᾶς ἐζητήσαμε νά ἀναφερθῆτε ἐπί τῆς οὐσίας καί νά στηρίξετε ἁγιογραφικά καί πατερικά τήν ἀγαπημένη σας δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Νομίζω πάτερ, ὅτι ἔπρεπε νά χαρῆτε καί νά καταθέσετε πάραυτα ὅλο τό ἁγιογραφικό καί πατερικό ὑλικό, τό ὁποῖο ἔπρεπε νά γνωρίζετε γιά νά συντάξετε τήν  κριτική σας μελέτη. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θά κατοχυρώνατε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί δέν θά ἐχρειάζετο νά ὀργανώση ὁ Μητροπολίτης σας τήν ἡμερίδα, ὥστε νά προσπαθήσετε νά κατοχυρωθῆτε πίσω ἀπό τίς «φίρμες» καί τίς πανεπιστημιακές περγαμηνές.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι καί στήν κριτική σας μελέτη ἀπουσιάζει παντελῶς οἱαδήποτε ἀναφορά πρός ὑπεράσπισι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας.  Μάλιστα θά ἐνθυμῆσθε ὅτι, στήν ἀπάντησί μου, σᾶς ἐπεσήμανα ὅτι τό κεφάλαιο αὐτό, τό ὁποῖο ἀναιροῦσε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τό προσπεράσατε τελείως ἀσχολίαστο στήν κριτική σας μελέτη, τήν στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία ἀποτελοῦσε τό κέντρο καί τήν καρδιά τῆς θεωρίας καί ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε κατ’ αὐτοῦ νά στρέψετε ὅλη τήν ἀντιρρητική σας προσπάθεια. Εἶναι τέλος πάντων παράξενη ἡ τακτική σας κι ἐμεῖς βεβαίως δέν ἐννοοῦμε νά βάλωμε καλό λογισμό.
            Τό ὅτι τελικά αὐτό πού ἀναφέρετε, ὅτι δηλαδή ἐπιθυμεῖτε νά βάλετε ἕνα τέρμα εἰς τό θέμα αὐτό καί νά ἀφήσετε τόν Κύριο «νά δείξει πάνω στά πράγματα ποιοί ἔχουν τό δίκαιο καί ποιοί τηροῦν τήν ὀρθή στάση» νομίζω ὅτι δείχνετε τελεία ἄγνοια γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐπί πλέον ἀποδεικνύετε ἐλλιπέστατη τήν ἁγ. Γραφή καί τήν πατερική διδασκαλία σέ ἕνα τόσο σοβαρό θέμα, τό ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν πίστι μας.
            Ἐν τέλει ἀναφέρετε, ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀπαντήσεις πού ὀφείλετε νά δώσετε, ὥστε νά κατοχυρώσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ κανόνος, τά ἑξῆς: «Ἐπιφυλασσόμεθα δέ νά ἀπαντήσωμεν εἰς τά τεθέντα ἐρωτήματα μετά τήν ἡμερίδα, πού θά διοργανωθῆ, ἐπαναλβάνοντες, ὅτι ἡ μή ὑποχρεωτικότης τοῦ 15ου  Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ἁγίας Πρωτοδευτέρας Ἱερᾶς Συνόδου προκύπτει ἐκ τοῦ ἰδίου τοῦ κειμένου τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος, ὁ ὁποῖος δέν προβλέπει κανονικήν ἐπιτίμησιν διά τήν μή ἐφαρμογή του».
Ἐδῶ πάλι ἀναμασᾶτε τά ἴδια πράγματα χωρίς καμία ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι. Ἄραγε δέν σᾶς προβληματίζει τό γεγονός ὅτι οἱ Πατέρες, καί μάλιστα ἐν Συνόδῳ, ἐδέχοντο τούς ἐπιστρέφοντας εἰς τήν Ὀρθοδοξία ἐκ τῆς πλάνης τῆς αἱρέσεως, τοῦ συμβιβασμοῦ καί τῆς συνοδοιπορίας μέ αὐτήν, χωρίς κανένα ἐπιτίμιο καί μάλιστα κατά τό πλεῖστον τούς ἀπέδιδον καί τούς θρόνους των, πλήν τῶν ἐξάρχων καί ἀρχηγῶν τῆς αἱρέσεως;  Ἐφ’ ὅσον  λοιπόν, κατά τήν ἄποψίν σας, δέν τούς ἐπέβαλον ἐπιτίμια, ἄρα καλῶς ἔπραξαν ὅλοι αὐτοί πού δέν ἀντιστάθηκαν στήν αἵρεσι, ἀλλά συνοδοιπόρησαν καί συνταυτίστηκαν μέ αὐτή.  Τό ἴδιο βεβαίως ἔπραξε καί ὁ Κύριος (ὡς ὁ πατέρας στήν ὁμώνυμη Παραβολή), ὁ ὁποῖος κατά τήν ἐπιστροφήν τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ὄχι μόνον δέν τοῦ ἐπέβαλε ἐπιτίμιο, ἀλλά τόν ἐτίμησε μέ ὅλη τή στάσι καί συμπεριφορά του πρός σκανδαλισμό μάλιστα τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ. Μήπως τέλος πάντων, αὐτό (τό ὅτι δηλαδή ὁ Κανόνας δέν προβλέπει ἐπιτίμιο διά τήν μή ἐφαρμογή του) ὄχι μόνον δέν εἶναι ἐπιχείρημα, ἀλλά ἀντιμάχεται τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, διότι ὅλους αὐτούς πού ἐν καιρῷ αἱρέσεως συνοδοιπόρησαν μέ τήν αἵρεσι, ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπό τήν αἵρεσι οἱ Πατέρες τούς ἐδέχοντο ἀνεπιτίμητα; Ἡ χωρίς κάποιο συγκεκριμένο ἐπιτίμιο ἀποδοχή τους, λοιπόν, ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπό τήν αἵρεσι, δέν σημαίνει ἐπιβράβευσι τῆς συνοδοιπορίας τους μέ τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀκριβῶς κατάδειξι τοῦ σφάλματός τους, καθ’ὅσον τούς ἀντιμετώπιζαν ὡς πλανεμένους καί ἄρα ὡς ἐκτός Ἐκκλησίας. Διότι, ὅπως προανεφέρθη κατά τήν ἐπιστροφή ὅλων αὐτῶν οἱ Πατέρες δέν ἐπέβαλον κανένα ἐπιτίμιο.
Πρίν ἀπό τήν κατάληξι ἀναφέρετε, σχετικά μέ τόν Μητροπολίτη Ράσκας καί Πριζρένης π. Ἀρτέμιο, τά ἑξῆς: «Ὅσον δέ ἀφορᾶ στήν καθαίρεσιν τοῦ Ἁγίου Ράτσκας κ. Ἀρτεμίου, τηροῦμεν εὐλαβῶς τάς σχετικάς παραινέσεις τοῦ «ὁμοιοπαθοῦς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου». Δέν μᾶς ἀναφέρετε εἰς τό σημεῖο αὐτό τί παραίνεσι ἔδωσε ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά νά κατανοήσωμε ποῦ ἀναφέρεσθε. Διότι ἄν ἀναφέρεσθε στίς συμβουλές τίς ὁποῖες ἔδωσε λίγο πρίν τήν δεύτερη ἐξορία του στούς Ἐπισκόπους του καί στίς διακόνισσες, αὐτό δέν ἔχει καμία σχέσι μέ τόν σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο, διότι ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν θέματα πίστεως, ἀλλά διοικητικά μίση καί ἐμπάθειες ἐναντίον τοῦ ἁγίου, τόσον ἀπό τά ἀνάκτορα, ὅσον καί ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας καί τούς δυσαρεστημένους κληρικούς τοῦ Χρυσοστόμου. Σαφῶς θά γνωρίζετε τήν στάσι τοῦ ἁγίου ἔναντι τῶν ἀποτειχισμένων ἀπό τούς διαδόχους του, Ἀρσάκιο καί Ἀττικό.
            Ἄν πάλι ἀναφέρεσθε εἰς τήν στάσι τοῦ ἁγίου ἔναντι τῶν λεγομένων Μακρῶν ἀδελφῶν, ἐδῶ πάλι ἐπειδή αὐτοί ἀδίκως καθαιρέθηκαν ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, χωρίς νά ὑπάρχουν θέματα πίστεως, δέν εἶχε τό δικαίωμα ὁ ἅγιος νά ἐπικοινωνήση μέ αὐτούς ἐκκλησιαστικά, διότι αὐτό θά ἐθεωρεῖτο ἐπέμβασις σέ ἄλλη τοπική Ἐκκλησία, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀπαγορεύουν αὐστηρῶς οἱ ἱεροί Κανόνες.  Τελικῶς καί εἰς τό σημεῖο αὐτό φαίνεται ὅτι σᾶς ἐξυπηρετεῖ πλήρως ἡ ταύτησις τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα, διότι μόνον αὐτό συσκοτίζει τά πράγματα καί δίδει κάποια φαινομενική ἰσχύ στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
            Πάντως ἐν κατακλεῖδι, ἄν τελικά πραγματοποιηθῆ ἡ ἡμερίδα (πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο πολύ ἀμφιβάλλομε), θά σᾶς παρακαλούσαμε π. Παῦλε νά μεταφέρετε τίς ἐρωτήσεις μας σέ ὅλους τούς εἰσηγητές γιά νά δικαιολογήσουν, τουλάχιστον αὐτοί κατά τό δυνατόν ἁγιογραφικά καί πατερικά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Αὐτή ἡ ἀπάντησις θά μᾶς εἶναι ἀρκετή καθόσον, ἀπό ὅ,τι φαίνεται, ἐσεῖς ἀποφεύγετε συστηματικά  καί κατ’ ἐξακολούθησι νά δώσετε τήν δέουσα ἀπάντησι.
            Σᾶς ἐπαναλαμβάνομε ἐκ νέου τίς ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες σᾶς ἐθέσαμε:
1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ ὁποία συνηγορεῖ ἤ ἔστω ταιριάζει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἁγ. Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
2. Ποῦ διδάσκεται στήν ἁγ. Γραφή καί στούς ἁγ. Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα.
            Εὐχόμενος τά βέλτιστα διά τήν σωτηρία ὅλων μας καί ζητώντας τίς εὐχές σας δι’ ἐμένα καί τούς πνευματικούς μου ἀδελφούς, σᾶς χαιρετῶ μέ τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη.

                                                            Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς