Ο
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ:
ΚΑΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ
ΑΛΛΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
Ἡ προώθηση κάθε αἱρετικῆς καινοτομίας, ὅπως ὁ
Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ μεταπατερικὴ θεολογία, θὰ ἦταν δύσκολο νὰ εὐοδωθεῖ, ἂν δὲν
βοηθοῦσαν στὴν ἑδραίωσή της οἱ ἐπίσκοποι καὶ κάποιοι σημαίνοντες θεολόγοι.
Ἐπειδὴ τοῦτο
τὸ γνώριζαν καλὰ οἱ Πατέρες, μᾶς ἐδίδαξαν ὄχι ἁπλῶς τὸν ἔλεγχο κάθε αἱρετικῆς
δοξασίας, ἀλλὰ τὴν ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ
τῶν αἱρετιζόντων καὶ τὴν ἀπομάκρυνση
ἀπὸ ὅσους εἴτε διδάσκουν αἱρετικὲς διδασκαλίες, εἴτε συγκαταβαίνουν καὶ
ἀνέχονται τὴν ἐξάπλωση ὁποιασδήποτε αἱρέσεως.
Ὑπῆρξε ἡ
γνωστὴ πρωτοβουλία τῆς Συνάξεως τῶν ἱερέων καὶ μοναχῶν νὰ πραγματοποιηθεῖ μιὰ
Ἡμερίδα, στὴν ὁποία θὰ καταγγελθεῖ ἡ μεταπατερικὴ θεολογία. Καὶ πράγματι ἔγινε
στὶς 15 Φεβρουαρίου στὸν Πειραιᾶ, ὀργανωθεῖσα ἀπὸ τὸν τοπικὸ μητροπολίτη κ.
Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος (μαζὶ μὲ τὸν μητροπολίτη Ναυπάκτου) δὲν δέχεται νὰ
κατονομάσει τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς (διαχριστιανικούς, διαθρησκειακούς, μετα-πατερικοὺς
ἢ νεο-πατερικούς).
Αὐτὴ ἡ
ἀντιπατερικὴ νοοτροπία, ἐπικράτησε καὶ στὴν Ἡμερίδα. Πρωτοφανὲς στὴν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας, νὰ καταφέρονται οἱ ποιμένες κατὰ μιᾶς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἀριθμεῖ
δεκάδες χρόνια, καὶ νὰ μὴν τολμοῦν νὰ κατονομάσουν τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς αἱρέσεως,
τοὺς διακινητές της καὶ τοὺς ὀπαδούς της. Καὶ αὐτὸ ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι
ὁμιλητές, ἀκόμα καὶ ὁ καθηγητὴς δογματικῆς στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ.
Τσελεγγίδης, τοῦ ὁποίου ἡ θαυμάσια εἰσήγηση ἀπέδειξε ἄνευ ἀμφιβολίας, ὅτι οἱ
μεταπατερικοὶ θεολόγοι βρίσκονται ἐκτὸς τοῦ κλίματος καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς
Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ
προκάλεσε ἀλγεινὴ ἐντύπωση στὸ ἀκροατήριο (σὲ μέρος τοῦ ἀκροατηρίου, ἂν
θέλετε), ἦταν ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος. Στὴν εἰσήγησή του, βέβαια,
ἀνέλυσε μὲ θαυμάσιο τρόπο τὸ θέμα του, «Ἡ μεταπατερικὴ θεολογία ἀπὸ
ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς» καὶ μᾶς ἔδωσε πολλὰ στοιχεῖα, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ
κατανοήσουμε τὶς παγίδες καὶ τὶς ἐκτροπὲς τῆς μετα-πατερικῆς θεολογίας.
Ὅμως, κι αὐτὸς
δὲν κατονόμασε τοὺς μεταπατερικοὺς ποιμένες καὶ θεολόγους ποὺ διαστρέφουν τὴν
ὀρθόδοξη διδασκαλία. Μίλησε ἀορίστως γιὰ μεταπατερικὴ σκέψη καὶ μεταπατερικὴ
θεολογία, ἡ ὁποία «εἶναι ξένη πρὸς τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας», «ἀναιρεῖ
τὶς (Ἅγιες) Γραφές». Μίλησε γιὰ τοὺς «λεγόμενους μετα-πατερικοὺς θεολόγους», οἱ
ὁποῖοι εἶναι πολλοὶ καὶ διαφέρουν μεταξύ τους ὡς πρὸς τὶς τάσεις καὶ οἱ ὁποῖοι
«ἀσεβοῦν σὲ βάρος τῆς λατρείας καὶ τῆς προσευχῆς». (Ἐφ’ ὅσον εἶναι πολλοί, ἄρα,
ἐκτὸς ἀπὸ ὅσους γνωρίζουμε, ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ἀγνοοῦν οἱ πιστοί).
Τέλος διαπίστωσε ὅτι «εἰσάγεται ἕνας μετανεωτερικὸς στοχασμὸς καὶ στὴν
πραγματικότητα ἐκπροτεσταντίζεται ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση τῶν Προφητῶν,
Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων».