Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΣΥΣΚΟΤΙΣΕΩΣ


«Φωστρες πλαμπροι, τς κκλησας Χριστο, τν κσμον φωτσατε, τας διδαχας μν, Πατρες θεσοφοι, τξαντες τς αρσεις, πντων τν κακοδξων, σβσαντες τς φλογδεις, τν βλασφμων συγχσεις, δι ς ερρχαι Χριστο, πρεσβεσατε σωθναι μς».

(Ὄρθρος ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου)

(Παναγιώτης Σημάτης, θεολόγος)

να μικρὸ ἀλλὰ καίριο κείμενο –γιὰ νὰ καθρεπτίσουμε τὴν φοβερὴ ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐξ αἰτίας τοῦ συμφυρμοῦ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες ἀποτελεῖ ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης», ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ παραθέσουμε ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα.

Μ’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, «υἱὸς -καὶ αὐτὸς- τοῦ φωτός» (Ἰωάν. 12, 36) μᾶς ὑπενθυμίζει πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ θεραπευτικὴ ποιμαντικὴ τῶν Πατέρων καὶ παίζουμε μὲ τὰ τῆς Πίστεως καὶ τὰ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Καταδεικνύει τὸ μεγάλο ἀφετηριακὸ λάθος τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, οἱ ὁποῖοι στηρίχτηκαν καὶ ξεκίνησαν στὴ φιλοσοφία τῆς συζητήσεως ὅσων μᾶς ἑνώνουν καὶ ὄχι ὅσων μᾶς χωρίζουν. Τὸ ἀποτέλεσμα; Νὰ ἔχουμε ἑνωθεῖ πρακτικὰ (μέσα σὲ ἕνα κυκεῶνα ἀλλεπάλληλων συμπροσευχῶν) ὄχι μόνο μὲ ἑτερόδοξους, ἀλλὰ καὶ μὲ μουσουλμάνους καὶ Ἑβραίους, αὐτοὺς ποὺ στὰ «Ἱερὰ» ἢ ἀπόκρυφα  βιβλία τους ὁμιλοῦν μὲ χυδαῖο καὶ αἰσχρὸ τρόπο γιὰ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν Θεοτόκον μητέρα Του!


Καὶ τὸ ἐξωφρενικό: ἔχουμε ἑνωθεῖ πρακτικὰ μὲ ὅλους αὐτοὺς (ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς «ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ», σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων)  χωρὶς αὐτοὶ νὰ ἀπαρνηθοῦν, οὔτε «ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία» ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τους· ἀντίθετα προσθέτουν κι ἄλλες (ἠχηρὸ παράδειγμα οἱ Ἀγγλικανοὶ μὲ τὴν κατάργηση τῶν θείων Ἐντολῶν, ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίες τοῦ παντοειδοῦς σοδομισμοῦ).

«Ἀπαγορεύονται οἱ συμπροσευχές», ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι (ἀλλὰ καὶ οἱ νῦν) ἀρχιτέκτονες τῶν οἰκουμενιστικῶν Διαλόγων. Καὶ εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὸν ὁρισμὸ τῆς ὑποκρισίας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μιὰ θεομπαιξία, καθόσον ὅλα αὐτὰ δὲν ἐτηρήθησαν, ἀλλὰ ἐλέγοντο γιὰ τὴν παραπλάνηση ποιμένων καὶ πιστῶν.

Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι, συνεχῶς ὑποχωροῦμε στὶς καλοσχεδιασμένες ἀπαιτήσεις τῶν Παπικῶν καὶ ἀλλοιώνεται ραγδαίως ἡ πίστη μας. Ἀντὶ νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν θεραπεία καὶ τῶν ἑτερόδοξων –μαζὶ μὲ τὴ δική μας– ἀφήνουμε νὰ μᾶς “θεραπεύουν” αὐτοὶ μὲ φάρμακο τὴν αἵρεσή τους, ποὺ ἀποτελεῖ σκότος καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ σκότους.

Καὶ συζητώντας κανείς μὲ ὀρθόδοξους ἀδελφούς του, συνειδητοποιεῖ μὲ ἔκπληξη καὶ ὀδύνη, πόσο ἔχει συσκοτίσει τὶς ὀρθόδοξες συνειδήσεις ὅλος αὐτὸς ὁ συμφυρμὸς τῶν ποιμένων μὲ τοὺς αἱρετικούς. Τόσο, ὥστε τὸ στοιχεῖο τῆς ὁμολογίας, ποὺ ἦταν κυρίαρχο σὲ κάθε περίοδο αἱρέσεων, σήμερα ὄχι μόνο νὰ ἀπουσιάζει, ἀλλὰ –αὐτὴ ἡ ἀπουσία του– νὰ θεωρεῖται φυσιολογικὴ ἀπὸ τοὺς πιστούς! Βλέπουν νὰ συνεχίζονται οἱ ἐπιβλαβεῖς διάλογοι (μὲ τὸν τρόπον ποὺ πραγματοποιοῦνται) καὶ οἱ συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, καὶ δὲν ἀντιδροῦν. Τοὺς ἐνδιαφέρει μόνο ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Δὲν τοὺς εἶπε, λοιπόν, κανείς, ὅτι ἡ σωτηρία γιά να ἐπιτευχθεῖ  ἀπαιτεῖ καὶ τὴν ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς Πίστεως ποὺ κοστίζει, κι ὄχι τὴν ἀνώδυνη ἀπαγγελία τοῦ «Πιστεύω» μέσα στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας;

Ἂς προβληματιστοῦμε, λοιπόν, ἀπ’ ὅσα δια-φωτιστικὰ καὶ ἐκφραστικὰ τῆς ὀρθόδοξης Πατερικῆς ποιμαντικῆς θεολογίας, γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος “Πρὸς τοὺς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης” κι ἂς ἀναρωτηθοῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες: ποιά ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ποιμαντικῆς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐφαρμόζουν; Ἂς ἀναρωτηθοῦν ἰδίως ἐκεῖνοι οἱ ποιμένες, ποὺ καταφέρονται κατὰ τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας: μήπως τὴν ἐφαρμόζουν κι αὐτοὶ κατὰ τὸν «μεταπατερικὸ» τρόπο, ἐπικαλούμενοι τὸ σλόγκαν τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, πὼς «σήμερα ἔχουν ἀλλάξει οἱ καιροί, καὶ ἄρα ἀπαιτεῖται ἄλλη ποιμαντική ἀντιμετώπισης τῶν αἱρετικῶν»;

Κείμενο:

«Ε δ δι τν ρειανήν (σ.σ. σήμερα Παπικήν) αρεσιν πολογομενοι γρφειν πιχειροσιν, δει τν φντων κακν τ σπρματα προανελεν, κα τος τ σπρματα παρασχντας στηλιτεσαι, κα οτως τ ντ' κενων γρφειν ρθς, κδικεν φανερς τ ρεου, να μ κεκρυμμνως, λλ φανερς χριστομχοι δεικνωνται, κα πντες ατος φεγωσιν ς π προσπου φεως.

Νν δ κκενα κρπτουσι, κα περ λλων προσποιομενοι γρφουσι· κα σπερ ατρς κληθες πρς πληγντα κα κμνοντα, κα εσελθν περ μν τν τραυμτων μηδν λγοι, περ δ τν γιαι-νντων μελν διαλγοιτο, πολλς ν μβροντησας καταγνωσθεη, τι ν μν χριν εσλθε, σιωπ, τν δ λλων, ν οκ στι χρεα ατο, διαλγεται· τν ατν τρπον κα οτοι τ μν τς αρσεως ατν φισιν, τερα δ γρφειν πιχειροσιν.

δει δέ, επερ περ πστεως φρντιζον, κα τν Χριστν γπων, πρτον τ κατ' ατο βλσφημα ῥήματα προανελεν, κα οτως ντ' κενων τος γιεινος λγειν τε κα γρφειν λγους. λλ' οτε ατο τοτο ποιοσιν, οτε τος θλοντας ποιεν πιτρπουσιν, γνοοντες, τχν πανουργας χρμενοι.

Ε μν ον γνοοντες τοτο πσχουσι, προπετεας ν γκαλοντο ὅτι περὶ ὧν οὐκ ἴσασι, δαβεβαιοῦνται· ε δ γινσκοντες προσποιονται, μεζων κατ' ατν κατγνωσις, τι περ μν τν δων βουλευμενοι, πρεργον οδν τθενται· περ δ τς ες τν Κριον μν πστεως γρφοντες, παζουσι, κα πντα μλλον ληθεουσι· κα κρπτουσι μέν, περ ν αρεσις ατν γκαλεται, λγουσι δ τς π τν Γραφν λξεις.

Ἔστι δὲ τοῦτο κλοπὴ τῆς ἀληθείας ἄντικρυς, καὶ πάσης ἀδικίας μεστόν· καὶ τοῦτο εὖ οἶδ' ὅτι καὶ ἡ ὑμετέρα θεοσέβεια συνορᾷν ἐκ τούτων καλῶς δυνήσεται. Οὐδεὶς γὰρ ἐγκαλούμενος περὶ μοιχείας ἀπολογεῖται περὶ κλοπῆς, οὐδὲ φόνου τις ἔγκλημα διώκων ἀνέχεται τῶν κατηγορουμένων, εἰ ἀπολογοῖντο λέγοντες, οὐκ ἐπιωρκήσαμεν, ἀλλὰ καὶ τὴν παρακαταθήκην ἐφυλάξαμεν· μᾶλλον γάρ ἐστι τοῦτο παίγνιον ἢ λύσις ἐγκλήματος καὶ ἀληθείας ἀπόδειξις. Τί γὰρ φόνος πρὸς παρακαταθήκην; ὴ τί μοιχεία πρὸς κλοπήν;...

Ἐπειδὴ δὲ κρύπτουσιν αὐτοὶ καὶ φοβοῦνται λέγειν, ἀναγκαῖον ἡμᾶς ἀποδῦσαι τὸ κάλυμμα τῆς ἀσεβείας, καὶ δειγματίσαι τὴν αἵρεσιν, εἰδότας ἃ τότε οἱ περὶ Ἄρειον ἔλεγον, καὶ πῶς ἐξεβλήθησαν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ καθῃρέθησαν ἀπὸ τοῦ κλήρου· συγγνώμην μέντοι πρότερον αἰτησαμένους, ἐφ' οἷς μέλλομεν προφέρειν ῥυπαροῖς ῥήμασιν· ὅτι μὴ φρονοῦντες, ἀλλὰ ἐλέγχοντες τοὺς αἱρετικοὺς, λέγομεν ταῦτα».

 
Μετάφραση:
Ἐὰν πάλιν προσπαθον ν γράψουν δι ν πολογηθοῦν δι τν ρειανικὴν αρεσιν, θ πρεπε πρτον ν ξαφανίσουν τ σπέρματα τν κακν, καὶ ν στιγματίσουν ατος πο σπειραν ατ τ σπέρματα, καὶ τσι ν γράψουν σωστ τ ντίθετα πρς κεῖνα, ἤ, ν δν κάνουν ατό, ν ὑπερασπισθοῦν φανερ τν διδασκαλίαν το ρείου, δι ν ποδεικνύωνται χι κρυφά, λλ φανερ τι εναι χριστομάχοι, κα τσι ν ποφεύγουν ατος λοι, σν ν πρόκειται περ φεων. Τώρα μως κα ποκρύπτουν κεῖνα, κα προσποιονται πς γράφουν δι' λλα πράγματα. Καί, πως κριβς συμβαίνει μ τν ατρόν, πο ν καλται δι κάποιον πληγωμένον καὶ ἀσθενῆ, ταν φθάσῃ, δν λέγει τίποτε δι τ τραύματα, λλ συζητᾶ περ τν γειν· ατς θ χαρακτηρισθῆ ς πολ παράφρων, πειδ δν μιλεῖ δι τν σκοπν πο λθε, λλ συζητᾶ δι' λλα ποὺ δν πάρχει νάγκη· κατ τν διον τρόπον καὶ ατοί, γκαταλείπουν τν αρεσιν κα προσπαθον ν γράψουν δι' λλα πράγματα.
πρεπε λοιπν ἐὰν νδιεφέροντο δι τν πίστιν, κα ἐὰν γαποῦσαν τν Χριστόν, πρτον ν νασκευάσουν τ βλάσφημα κατ' ατο λόγια, καὶ μετ ν γράφουν κα ν λέγουν ντὶ κείνων τ σωστά. λλ' οτε ατο τ κάνουν, οτε ατος ποὺ θέλουν ν τ κάνουν φήνουν, ετε διότι δν γνωρίζουν, ετε χρησιμοποιοντες τέχνην πονηράν.
Λοιπόν, ἐὰν μν παθαίνουν αὐτὸ διότι χουν γνοιαν, θ πρεπε ν κατηγορηθον σὰν προπέται, διότι δίδουν ξηγήσεις δι πράγματα πο δν ξέρουν. Ἐὰν μως κάνουν ατό, ν γνωρίζουν ατ πο προσποιονται, κατηγορία ναντίον των εναι βαρυτέρα, διότι ταν μν σκέπτωνται δι τ δικά των, σχολοῦνται μ ζλον, ταν δ γράφουν περ τς πίστεως εἰς τν Κύριόν μας τότε παίζουν, κα κάθε λλο παρ λέγουν τν λήθειαν. Κα τότε ποκρύπτουν μν ατ δι τ ὁποῖα κατηγορεται αἵρεσίς των, προφέρουν δ τ λόγια τν Γραφν.
Αὐτὸ ὅμως εναι κλοπ ντίθετος π τν λήθειαν καμεγίστη δικία, καὶ αὐτό, γνωρίζω καλά, τι ἡ θεοσέβειά σας θ μπορέση ν τ ντιληφθ καλ κ τούτων. Διότι κανες κατηγορούμενος δι μοιχεία δν πολογεῖται περ κλοπς, οτε κανες δικαστς γκλήματος φόνου ἠμπορεῖ ν κού τος κατηγορουμένους, ἐὰν εἰς τν πολογίαν των λέγουν, τι δν παρέβημεν τν ὅρκον μας, λλ' τηρήσαμεν τν πόσχεσίν μας. Διότι αὐτὸ εναι περισσότερον παιχνίδι κα χι παλλαγ π τν κατηγορίαν πόδειξις τς ληθείας. Ποίαν σχέσιν δηλαδ χει φόνος μ τν πόσχεσιν, μοιχεία μ τν κλοπήν;
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ κρύβονται καὶ φοβοῦνται νὰ τὸ εἰποῦν, εἶναι ἀνάγκη ἡμεῖς νὰ ξεσκεπάσωμεν τὴν ἀσέβειαν, καὶ νὰ φανερώσωμεν τὴν αἵρεσιν, διότι γνωρίζομεν τί ἔλεγαν τότε οἱ ὁμόφρονες τοῦ Ἀρείου, καὶ πῶς ἐδιώχθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ καθῃρέθησαν ἀπὸ τὸν κλῆρον. Λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ λέγομεν ἀφοῦ ζητήσωμεν πρῶτον συγγνώμην δι’ ὅσα βρώμικα λόγια πρόκειται νὰ ἀναφέρωμεν, διότι δὲν τὰ λέγομεν ἐπειδὴ τὰ πιστεύομεν, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐλέγξωμεν τοὺς αἱρετικούς.
(Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Ἐπιστολὴ Ἐγκύκλιος κατὰ Ἀρειανῶν, Μ. Ἀθανασίου Ἔργα, τόμ. 10ος, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 46-49).
Ποιά ὁμοιότητα μπορεῖ νὰ βρεῖ κανείς, συγκρίνοντας αὐτὴ τὴν κρυστάλλινης καθαρότητας γραμμὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου μὲ τὴν οἰκουμενιστικῆς νοοτροπίας πρακτική, μὲ τὴν ὁποία διεξάγονται οἱ σημερινοὶ διάλογοι καὶ οἱ –μὲ αὐτοὺς– συνδεόμενες συμπροσευχές; Ποιό ἴχνος μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὴν Ἐκκλησία (καὶ ὄχι ἑνώσεως τῶν «ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, καὶ ὡς μία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθεῖ μὲ καμιὰ ἄλλη) βλέπουν οἱ ἡγέτες τοῦ Φαναρίου καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν;
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ποὺ ἔγιναν «υἱοὶ τοῦ φωτός», καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ καταλάβουμε, ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ προσωπικὴ «καλλιέργεια», ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθὴ ὁμολογία. Καὶ ὀρθὴ ὁμολογία σὲ καιρὸ αἱρέσεως τοῦ ὕπουλου παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ἡ κατάδειξη τῶν συγκεκριμένων αἱρετικῶν καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
«Ἀκαταλπτ σου χειρ, κα σθνει πορρήτ, τν σν νν κκλησαν ορανσας Οκτρμον, δειξας ντως φαεινος τος δω φωστρας, μεγστους τε κα τερπνος, τν κσμον καταυγζοντας, σν θανασίῳ τ πανσφ, Κριλλον τν θεον. Τας ατν ον κεσαις, ξρας τν νκτα, χθρν πσαν χλν διλυσον Στερ, κα φωτ τ φρικτ τν πιστν τ πλθη καταγασον, πρς τ κρζειν κα βον σοι. Σσον Οκτρμον, τος πστει τιμντς σε».
(Ὄρθρος ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, Ὁ Οἶκος)