Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ



Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Α΄.

Ἡ παναίρεση (κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς) τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι μιὰ κατάσταση ὑπαρκτὴ καὶ ὄζουσα μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποί μας, ὅμως, τὴν ἀποκρύπτουν, τὴν ἔχουν καταστήσει ἄσαρκη, ἄοσμη καὶ ἀόρατη, καὶ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ἐρευνήσουν καὶ νὰ τὴν καταδικάσουν Συνοδικά.

Εἶναι πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν δισχιλιετὴ ἱστορία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σύσσωμη ἡ Ἱεραρχία νὰ σιωπᾶ ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἢ νὰ συμπορεύεται ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰῶνα μὲ τὴν αἵρεση, ἀντὶ νὰ ἔχει ἐξεγείρει τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἀνατροπή της. Οἱ τυχὸν σποραδικὲς φραστικὲς διαμαρτυρίες ἐνίων ἐξ αὐτῶν (ποὺ θὰ εἶχαν ἀξία κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς αἱρέσεως) ἐλάχιστη πρακτικὴ ἀξία ἔχουν, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ αἵρεση ὕπουλα ἔχει εἰσδύσει μέχρι τὸ μεδοῦλι τῶν συνειδήσεων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἴτε τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει εἴτε ὄχι, εἴτε συμμετέχουν φανερὰ σὲ ἐκδηλώσεις οἰκουμενιστικὲς εἴτε τὶς ἀνέχονται.

Ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συντελεῖται μὲ τὴν ὑλοποίηση τῆς οἰκουμενιστικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Πατριαρχείου τοῦ 19201 καὶ ὅσων ἐφεξῆς δρομολογήθηκαν, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἐθέσπισε ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος. Αὐτὸ σημαίνει πὼς σταδιακὰ γίνεται ἀλλαγὴ τῶν ἀρχῶν τῆς θεμελιώδους Πίστεως· ὅλο καὶ περισσότερο ἀμφισβητεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ «κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας», καὶ ἐμπεδώνεται στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἡ θέση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συναποτελεῖ μὲ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν (ὁρατῶς ἢ ἀοράτως) τὴν Ἐκκλησία.

Ὡς ἐκ τούτου, καταλαβαίνουμε πώς, ἂν οἱ πιστοὶ ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται καὶ ἔχουν ἀποθέσει καὶ ἐπιρρίψει –κακῶς– τὰ πάντα στοὺς ἐπισκόπους,2 ἂν οἱ πιστοὶ δυσκολεύονται πολλὲς φορὲς νὰ ἀντιληφθοῦν ἀλήθειες τῆς Πίστεως βασικὲς καὶ ξεκαθαρισμένες, πόσο πιὸ δύσκολα μποροῦν νὰ συλλάβουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ ἀληθοφανεῖς καὶ ὀρθοδοξοφανεῖς ἐκφράσεις τῶν αἱρετικῶν, ὅταν μάλιστα οἱ Ποιμένες τους ἐν Συνόδῳ τὶς ἀποκρύπτουν καὶ ἀρνοῦνται νὰ καταδικάσουν τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικούς;3

Ὡς φυσικὴ συνέπεια ἔρχεται ἡ ραγδαία ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ στὴν παροῦσα φάση μὲ ἀγαπολογίες, διαλόγους, συμπροσευχές, κοινὲς ἐκδηλώσεις πρὸς διάσωση τοῦ πλανήτη καὶ τῆς «κοινῆς» χριστιανικῆς κληρονομιᾶς τῆς Εὐρώπης, εἰρηνιστικὲς καὶ οἰκολογικὲς κορῶνες κ.ἄ., ὡς ἄλλο ναρκωτικό, ναρκώνει καὶ ἀλλοιώνει συνεχῶς –ὅλο καὶ περισσσότερο– τὰ ὀρθόδοξα αἰσθητήρια τοῦ λαοῦ, ὡς ὅτου ἀποκαλύψει πλήρως καὶ στοὺς πλέον ἀφελεῖς τὸ ἀποκρουστικό του πρόσωπο.

Δυὸ τελευταῖα χαρακτηριστικὰ γεγονότα, ἐκφραστικὰ δείγματα διεισδύσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἦταν α) ἡ συναυλία ποὺ ἔγινε, –ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προταθεῖσα– στὸν ὀρθόδοξο ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα Ἀθηνῶν, μὲ μουσικὰ ὄργανα καὶ προεξάρχοντα γνωστὸ λαϊκὸ τραγουδοποιό, ἐκδήλωση «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση» τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καὶ β) ἡ ἀπαράδεκτη δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, πὼς οἱ Ἀρμένιοι εἶναι Ὀρθόδοξοι! Παρὰ κάποιες ἀντιδράσεις γιὰ τὴν πρώτη ἐκδήλωση, οὐδεὶς ἐπίσκοπος ἀντέδρασε γιὰ τὴν δεύτερη δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐπώνυμο πρωτοπρεσβύτερο, κάποιους λαϊκοὺς καὶ μετρημένα θρησκευτικὰ ἱστολόγια.

Ἔτσι λοιπόν, διὰ τῆς καταλυτικῆς ἐπιδράσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄλλαξε καὶ συνεχῶς ἀλλοιώνεται τὸ φρόνημα καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ (τοῦ φύλακος τῆς Πίστεως), σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς καινοτομίες ἀλλοιώσεως καὶ προδοσίας τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας. Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ, δηλαδή, σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, ὥστε ὄχι μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως προσήρχοντο καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἀναγκάσει γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη, γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν) ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως.

Ἐξοργίζεται κανεὶς καὶ ἀσφυκτιᾶ, καθὼς βλέπει ὅτι οἱ ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατάφεραν νὰ κατακερματίσουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσουν σὲ ἐπισκοποκεντρικῆς κατευθύνσεως ἰδεοληψίες περὶ ὑπακοῆς, (βοηθούντων ἀκουσίως σ’ αὐτὸ τῶν ἀδελφοτήτων καὶ πολλῶν Ἱ. Μονῶν), κατάφεραν νὰ μᾶς κολλήσουν ἐτικέτες, νὰ μᾶς διαιρέσουν, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν καὶ ὡς κάποιο βαθμὸ νᾶ μᾶς εὐνουχίσουν, ὥστε νὰ μὴν ἀντιδροῦμε στὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅμως, ἐνῶ ἔχουμε –ἀνεπιτρέπτως– διαφορετικὲς ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἀντιλήψεις καὶ στάσεις ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὲ κάθε λειτουργία ὁμολογοῦμε «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»!

Ἡ ὠμότητα καὶ ἡ ἰταμότητα διὰ τῆς ὁποίας ἐξέφρασε τὸ σχέδιο αὐτὸ (γιὰ τὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας) ἕνας ἐκ τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων εἶναι πρωτοφανὴς γιὰ τὶς ὀρθόδοξες ἀκοές. Καὶ ὅμως, κανεὶς ἀπὸ τοὺς λαλίστατους μητροπολῖτες ποὺ κάθε δυὸ καὶ λίγο ἐκφράζονται στὰ Μ.Μ.Ε. περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ, δὲν εἴδαμε νὰ τὰ ἀποδοκιμάσει δημοσίως.

Καὶ ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι ὁ μητροπολίτης Ἀχαΐας Ἀθανάσιος (ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση), ὁ ὁποῖος –ἀπολογούμενος μάλιστα στὸ Βατικανό, ἐπειδὴ καθυστεροῦμε νὰ δηλώσουμε ὑποταγή(!)– εἶπε τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά: «Στὴν Ἑλλάδα βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ πολὺ λεπτὴ κατάσταση, γιατί, ἐνῶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος (σ.σ. Χριστόδουλος) καὶ οἱ μητροπολῖτες ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν μιὰ σημαντικὴ συνεργασία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, αὐτοὶ ἔχουν καὶ εὐθύνες πρὸς τὸν κόσμο, τοὺς πιστούς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι προετοιμασμένοι στὴν προοπτικὴ τοῦ διαλόγου, ἐνῶ ἄλλοι ἔχουν μιὰ ἄποψη πιὸ φονταμενταλιστικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ γιὰ μᾶς εἶναι ἡ μεγάλη πρόκληση νὰ προετοιμάσουμε τὸν κόσμο, νὰ τὸν διαπαιδαγωγήσουμε, γιὰ νὰ μὴ ἀντιδράσει ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις καὶ πληροφορίες, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὰ γεγονότα... Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη χρόνου, ἐλπίζω ὄχι ὑπερβολικοῦ, γιὰ νὰ σχηματίσουμε τὴ συνείδηση τοῦ κόσμου»!!!4

Καὶ φαίνεται πὼς τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔχει φτάσει γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, ὁ κόσμος συσχηματίζεται μὲ γοργοὺς ρυθμοὺς στὰ οἰκουμενιστικὰ σχέδια, καὶ οὐσιαστικὴ ἀντίδραση δὲν ὑπάρχει, ἀφοῦ οἱ πνευματικοί μας ἀρκοῦνται σὲ συστάσεις περὶ προσευχῆς καὶ ὑπακοῆς, κι ἐμεῖς τοὺς ἀκολουθοῦμε πειθήνια!

Γι’ αὐτὸ κι ὁ σύγχρονος χριστιανὸς θεωρεῖ φυσικὴ γιὰ τὴν ἐποχή μας τὴν ἐπαφὴ μὲ τοὺς «χριστιανοὺς» ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καὶ πλέον δὲν ὑποψιάζεται κἄν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπαιτεῖ καὶ ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ὅ,τι ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν: τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ἐμμονὴ στὴν «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις» παραδοθεῖσα Πίστη, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίσει αὐτὸ στὶς σχέσεις μας μὲ ἐπισκόπους, φίλους καὶ συγγενεῖς.

Ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα, λοιπόν, ἔχει καταφέρει νὰ διαγράψει ἀπὸ τὶς συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων χριστιανῶν –διὰ καθημερινῶν λόγων καὶ πράξεων τῶν ἡγετῶν της– ὅλη αὐτὴ τὴ διαχρονικὴ Παράδοση καὶ εἰσάγει «νέα» ὁδὸ δῆθεν σωτηρίας, τὴν καταλλαγὴ καὶ τὴν συνύπαρξη –σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο– μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ καινοτομοῦν ἀσεβῶς σὲ θέματα Πίστεως καὶ παραχαράσσουν τὸ Εὐαγγέλιο.

Μπροστὰ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὁ πιστὸς ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν βίωση τῆς Πίστεως ἀκεραίας (ἀφοῦ αὐτὸ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ σωτηρία του) ἀναζητᾶ τὸ πρακτέον. Καὶ τὴν ἀπάντηση γιὰ τὸ ποιά εἶναι πρακτικὰ ἡ σωστὴ ἀντιμετώπιση κάθε αἱρέσεως (καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), τὴν παίρνει μελετώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία:

Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους μας, ὅταν διαπιστωθεῖ ἡ κηρυττόμενη αἵρεση, ὅταν ἐπισημανθεῖ στοὺς αἱρετικοὺς καὶ στοὺς συμπορευομένους μὲ αὐτοὺς ἡ ἀσυμφωνία τῶν ἰδεῶν τους μὲ τὴν δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν –παρὰ τὸν ἔλεγχο τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τους– αὐτοὶ κωφεύουν, ὅταν τέλος, ἀφοῦ κληθοῦν νὰ ἀνανήψουν καὶ νὰ ἀποστοῦν τῆς αἱρέσεως, αὐτοὶ ἐμμένουν πεισματικὰ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πρακτικές, τότε ἡ μόνη δυνατὴ ἐνέργεια εἶναι ἡ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν.

Ἂν ὅμως, ἡ ἁρμόδια πρὸς τοῦτο Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν προβαίνει σ’ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, πιθανῶς γιατὶ ἔχει συμβιβασθεῖ μὲ τὴν αἵρεση ἢ φοβᾶται τοὺς ἡγέτες της, τότε οἱ πιστοὶ (οἱ ὁποῖοι ἐν τῷ μεταξὺ ἔχουν καθηκόντως διαμαρτυρηθεῖ) πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους5, ἐφαρμόζοντες τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ θεσμοθετημένη ἀπὸ Ἱεροὺς Κανόνες πρακτικὴ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ αἱρετικοῦ ἢ αἱρετίζοντος (=ἀνεχομένου τὴν αἵρεση) ἐπισκόπου, δηλαδὴ τὴν ἀποτείχιση.

Βέβαια, τὸ ἄριστο θὰ ἦταν, μπροστάρηδες στὸν ἀγῶνα αὐτὸ νὰ ἦσαν κληρικοὶ καὶ μοναχοί6. Ὅταν ὅμως αὐτοί, λόγῳ συνθηκῶν, διστάζουν, ὑπολογίζουν, φοβοῦνται, ἀναβάλλουν, τότε ὁ κάθε πιστός, ἵνα σώσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν (ἀκολουθῶν τὶς συμβουλὲς τῶν Ἁγίων) πρέπει νὰ ἀπομακρύνεται διακόπτοντας τὴν κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντας.

Καὶ ὅλα αὐτά, διότι ἡ αἵρεση, ὡς ἀσέβεια, καθιστᾶ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς αἱρετίζοντες «ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ», κατὰ τοὺς Πατέρες, προσβάλλει δὲ τὸ κεντρικὸ νευρικὸ σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Καὶ εἴτε ὡς ὕπουλο παράσιτο καὶ μικρόβιο, εἴτε ὡς φανερὴ καὶ φοβερὴ ἀσθένεια, ἔχει τὰ ἴδια ἀποτελέσματα. Ὡς φανερὴ μὲν ἀσθένεια τὴν ἄμεση προσβολή, τὴν ἀλλοίωση τῆς Πίστεως καὶ τὴν ἐξασθένηση τῆς θεραπευτικῆς τῶν παθῶν ἐνέργειας τῆς Ἐκκλησίας –στὴν ὁποία συντελοῦν τὰ ὀρθὰ Δόγματα–, ὡς παρασιτικὸς δὲ ὀργανισμός, τὴν σταδιακὴ ἀποδιοργάνωση καὶ ἀρρυθμία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τὴν ἀδιόρατη στοὺς πολλοὺς ἀλλοίωση τῆς Πίστεως.

Ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν, κάποια μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ ἐλάχιστοι ἱερεῖς), τῶν ὁποίων τὸν πραγματικὸ ἀριθμὸ δὲν γνωρίζουμε, ἔχουν ἀποτειχισθεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, ἀκολουθώντας τὴν διδασκαλία τῶν σχετικῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεση καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς αἱρετίζοντες (σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία) μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐπίσης, καὶ κάποιοι ἄλλοι πιστοὶ ἑτοιμάζονται νὰ συναριθμήσουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἀριθμὸ ἐκείνων ποὺ ὡς τώρα ἔχουν ἀποτειχισθεῖ, ἕως ὅτου καταδικάσουν οἱ Ἐπίσκοποι Συνοδικὰ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ τὴν ὑπηρετοῦν καὶ τὴν προωθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐνέργειά τους ἀποτελεῖ μιὰ ὁμολογία πίστεως καὶ δήλωση συντάξεως μὲ ὅσα πιστεύει καὶ διδάσκει ἡ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Πρακτικὰ αὐτὸ σημαίνει, ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπέχουν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὲς πράξεις καὶ μυστήρια ποὺ τελοῦνται ἀπὸ ἐπισκόπους καὶ ὅσους ἱερωμένους τοὺς μνημονεύουν· καὶ (γιὰ νὰ παραμένουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀλήθεια καὶ Πίστη) ἀναζητοῦν ἱερεῖς ποὺ δὲν θὰ μνημονεύουν αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, ὥστε αὐτοὶ νὰ τελοῦν τὰ διάφορα μυστήρια· ἂν δὲν τοὺς εὑρίσκουν ἢ ὁ τόπος ὅπου λειτουργοῦν εὑρίσκεται μακριά, ἀρκοῦνται νὰ ἐφαρμόζουν τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων, ὅπως στὸ παρακάτω κείμενο ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος: «Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας… σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι… εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» ((Μ. Ἀθανασίου, Ἐκ τοῦ κατὰ αἱρέσεων, P.G. 35, 33 καὶ ΒΕΠΕΣ 33, 199).

Μιὰ τέτοια ἀπόφαση συνήθως διαστρεβλώνεται ἀπὸ τὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία (ἤδη ἔχει γίνει σὲ μεμονωμένες περιπτώσεις) καὶ παρουσιάζεται ὡς σχίσμα ἢ ἀπείθεια στὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, καὶ ὡς οἰκειοθελὴς ἔξοδος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀποτειχιζόμενοι ὀρθόδοξα (ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε πάντα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία) ἔχουν συνείδηση ὅτι παραμένουν στὴν Ἐκκλησία, τὴν «κιβωτὸ τῆς σωτηρίας», δὲν διανοοῦνται οὔτε πρὸς στιγμὴν πὼς θὰ φύγουν ἀπ’ αὐτήν, οὔτε σχεδιάζουν τὴν δημιουργία ἄλλης παρατάξεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, οὔτε προσχωροῦν σὲ ἄλλες αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς ὁμάδες ἢ παρασυναγωγές, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ καταφύγουν στὶς ἀλληλοκατηγορούμενες παρατάξεις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν γνήσια Ἐκκλησία.

Βιώνοντας, οἱ πιστοί, ὀρθόδοξα τὴν χριστιανικὴ Παράδοση καὶ ἐφαρμόζοντας τὴν διδασκαλία τῶν Ἱερῶν Κανόνων, γνωρίζουν ὅτι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξέρχονται οἰκειοθελῶς ὅσοι ἀφίστανται τῆς ἀληθείας καὶ διδάσκουν τὴν αἵρεση, ὅσοι ἀλλοιώνουν, δηλαδή, τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ παραμικρό, ὅσοι χαράσσουν ἄλλη ὁδὸ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ὁριοθέτησαν οἱ Πατέρες διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, ἢ ὅσοι ἀποδέχονται συνειδητὰ οἱαδήποτε αἵρεση, ἢ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἐπικράτησή της καί, τέλος, ὅσοι ἀκολουθοῦν τοὺς ἀνωτέρω ἐν γνώσει τους.

Ἀντίθετα, ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν καὶ ὁμολογοῦν ὅ,τι ἀείποτε διδάσκει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καὶ ὅλα ὅσα ἡ Ἱερὰ Παράδοση περιέχει, καὶ ὅσα παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διασώζονται στὰ Ἁγιογραφικὰ κείμενα καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων, αὐτοὶ εὑρίσκονται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἀρνοῦνται νὰ ὑπακούσουν στοὺς συγχρόνους τους ἀρχιερεῖς, αὐτὸ δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ ἀσέβεια στοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ σεβασμὸ στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τοὺς ὁποίους οἱ αἱρετικοὶ ἢ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι δὲν σέβονται, ἀφοῦ παραβαίνουν μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, ἢ ἀνέχονται ἔργοις καὶ λόγοις αὐτὴν τὴν ἀλλοίωση καί, παρὰ τὴν ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἐπισήμανση τῶν παραβάσεων, ἀγνοοῦν ἐπιδεικτικὰ τὶς διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν καὶ τὴν ἀγωνία τους, ὡς ἐὰν νὰ μὴ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἔτσι διολισθαίνουν συνεχῶς πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρασύροντες τὸ ποίμνιο καὶ συνεργοῦντες στὴν ἀφομοίωσή του ἀπὸ αὐτήν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὄχι μόνο δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν προφύλαξή τους ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀντίθετα, οἱ ἴδιοι τοὺς Ὀδηγοῦν στὴν αἵρεση, συμβάλλοντας στὴν ἀκύρωση τῆς σωτηρίας τους.

Ἔτσι, λοιπόν, οἱ πιστοί, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τους καὶ μιμούμενοι τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ ψευδεπισκόπων, ἔχοντας ζυμωθεῖ μὲ τὸν βίο τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ζωή τους ἐπλήρωναν τὴν ὁμολογία καὶ ἐμμονὴ στὰ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀψηφοῦσαν κάθε ψευδεπίσκοπο καὶ ψευτοπατριάρχη, κάθε Νεστόριο, Πύρρο, Σέργιο (ἀργότερα Καλέκα, Βέκκο, σήμερα Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαῖο), καὶ ἔπαυαν νὰ τοὺς μνημονεύουν. Ἡ ἐνέργειά τους αὐτὴ κατοχυρώθηκε καὶ μὲ τὴν ἰσχὺν Ἱεροῦ Κανόνος, τοῦ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει:

«Οἱ γὰρ δι' αἵρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».

Ὁ Κανόνας αὐτὸς εἶναι ἐν ἰσχύει Κανὼν τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, (μαζί μὲ τὸν 31ο Ἀποστολικὸ Κανόνα) καὶ τὸν ἐθέσπισε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκλησία ὡς ἀσφαλῆ ὁδὸ στὶς ἑκάστοτε περὶ Πίστεως αὐθαιρεσίες τῶν ἐπισκόπων.

Τὸ περιεχόμενο τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πολυπληθῆ πατερικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, ἔχει ἐπαρκῶς καὶ μὲ σαφήνεια ἑρμηνευθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν κανονολόγο Νικόδημο Μίλας, ὡς ἑξῆς: «Ἐὰν Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκόπου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως».

Ἀσφαλῶς ὑφίσταντο παλαιότερα καὶ θὰ ὑποστοῦν καὶ σήμερα οἱ ἀντιδρῶντες καὶ ἀποτειχισμένοι πιστοὶ τὶς ὅποιες συνέπειες προκύψουν ἀπὸ αὐτὴ τὴν πράξη. Γιατὶ εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ αἱρετικὸς καὶ αἱρετίζων ἐπίσκοπος, δὲν ἀνέχεται διαμαρτυρίες ποὺ ἀποκαλύπτουν τὰ αἱρετικά του φρονήματα καὶ ἀμφισβητοῦν τὴν δεσποτικὴ ἐξουσία του, οὔτε ἔρχεται σὲ διάλογο μὲ τὸν διαμαρτυρόμενο πιστό• ἀντίθετα χρησιμοποιεῖ κάθε νομιμοφανὲς μέτρο καὶ Ἱ. Κανόνα γιὰ νὰ φιμώσει καὶ ἐξουδετερώσει τοὺς διαμαρτυρόμενους. Τραγικὸ παράδειγμα, τὰ συμβαίνοντα στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, μὲ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τῆς οἰκουμενιστοκρατούμενης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἐναντίον τοῦ ἡρωϊκοῦ Μητροπολίτη Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτεμίου μετὰ τῆς συνοδείας αὐτοῦ, ἐνέργειες ποὺ κατήγγειλαν ὄχι μόνο κληρικοί, μοναχοί, θεολόγοι καὶ ἁπλοὶ πιστοί, ἀλλὰ καὶ δύο ἐπίσκοποι τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (οἱ Μητροπολῖτες Πειραιῶς Σεραφεὶμ καὶ Κυθήρων Σεραφείμ).

Καθῆκον, ὡς ἐκ τούτου τοῦ ὑπερασπιζόμενου διὰ τῆς ἀποτειχίσεως τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη χριστιανοῦ, νὰ ἀγωνίζεται, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀλλαγὴ τῆς καταστάσεως, ποὺ θὰ προκύψει κατ’ ἀρχὰς μὲ τὴν συμπαράσταση, συμπαράταξη ἢ τὴν ἀποτείχιση ὅσων ἄλλων πεισθοῦν γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν πατερικῶν θέσεων. Εἶναι δυνατὸν (τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος) ἡ πίεση πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς ἢ πρὸς τοὺς ἀνεχομένους τὴν αἵρεση (αἱρετίζοντες) νὰ ἐνταθεῖ καὶ ἔτσι νὰ συγκληθεῖ Ὀρθόδοξων προδιαγραφῶν Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη ὡς πρὸς τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τὴν κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Συμμετέχοντας, λοιπόν, ὁ πιστὸς σὲ ἕνα τέτοιο ἀγῶνα ποὺ δὲν εἶναι μονοσήμαντος, δὲν ἀποβλέπει μόνο στὴ δική του σωτηρία ἢ τὴν ἀνατροπὴ τῆς αἱρέσεως (ποὺ ἂν βρισκόμαστε στοὺς ἐσχάτους καιρούς, πιθανὸν νὰ μὴν εἶναι ἀνατρέψιμη), ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνημέρωση καὶ ἄλλων ἀδελφῶν μας. Καὶ δεν ἀποκλείεται ἡ ἐνέργεια αὐτὴ νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ προβληματιστοῦν καὶ νὰ ἀφυπνιστοῦν, γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση, γνωστοῦ ὄντος ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὴν αἵρεση ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια καὶ ὄχι στὴν σωτηρία. Τὸ ἀποτέλεσμα δέ, ὅπως πάντα, ἐναπόκειται στὰ χέρια τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ.

Μὲ ἐπιφύλαξη ἐδῶ σημειώνουμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τὶς τραγικὲς στιγμὲς ποὺ βιώνουμε οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὅπου γῆς, εἶναι ἡ διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διάβρωση καὶ ἀπονεύρωση τῶν ἡγετικῶν μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία κατάντησε ἐνδοτική, χωρὶς θυσιαστικὸ καὶ ἡρωϊκὸ φρόνημα ἀντιστάσεως, πειθήνιο ὄργανο τῆς μασονοκρατούμενης Νέας Τάξεως Πραγμάτων, καὶ ὡς ἐκ τούτου μὴ δυναμένη νὰ ἀνατρέψει τὸ κλῖμα διαλύσεως τῆς Πίστεως.

Ἀσφαλῶς, οἱ ἴδιοι κύκλοι τῆς παγκοσμιοποιήσεως τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο τώρα), ἔχουν ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους (παρὰ τὶς ὑποσχέσεις γιὰ ἕναν καλύτερο κόσμο) σὲ φοβερὰ οἰκονομικά, οἰκολογικά, ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἀδιέξοδα, μὲ τραγικὲς ἐπιπτώσεις ἰδίως στὴ νέα γενιά.

Ταυτόχρονα, ἔχει διαβρώσει καὶ τοὺς ἡγετικοὺς κύκλους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἀντὶ ἡ Ἱεραρχία καὶ ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι εἰς «τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ», ἔχουν καταστεῖ καὶ μεταλλαγεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὰ καθεστῶτα ποὺ λειτουργοῦν ὡς ἐντολοδόχοι τοῦ ἡγέτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου καὶ τῶν δυνάμεων ποὺ τὸν καθοδηγοῦν. Εἶναι νωπὲς ἀκόμα οἱ προδοτικὲς τῆς Πίστεως ἐνέργειες Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιεπισκόπων, ἀφοῦ ἐκ περιτροπῆς τοὺς τελευταίους μῆνες δίδουν ἐξετάσεις ὑπακοῆς στὰ ἀφεντικά τους• διδάσκουν, δηλαδή, ἀναισχύντως τοὺς Ὀρθοδόξους πόσο καλὸ εἶναι νὰ συμπροσευχόμαστε μὲ παπικοὺς καὶ προτεστάντες, νὰ συνευλογοῦμε ἄρτο (ἀπὸ κοινοῦ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καὶ καρδινάλιοι) σὲ ἀκολουθία ἀρτοκλασίας (Ἐκκλησία Σερβίας, 28/1/2011), νὰ ἀνάπτουμε τὴν ἑπτάφωτη λυχνία καὶ νὰ συμπροσευχόμαστε σὲ Συναγωγὲς τῶν Ἑβραίων (ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχης Ἐκκλησίας Σερβίας, Ἰαν. 2011), νὰ προσφέρουμε Κοράνιο ὡς δῶρο, ἀποκαλώντας το «Ἱερό» (πατριάρχης Βαρθολομαῖος), ἀλλὰ καὶ νὰ λαμβάνουμε μέρος σὲ δεῖπνα καὶ θρησκευτικῆς ὑφῆς ἐκδηλώσεις τῶν μουσουλμάνων, καὶ πῶς, τέλος (καὶ ἐνδεικτικά), νὰ συμπαριστάμεθα στὴν διάλυση σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ ἐκκλησιομάχοι ἡγέτες ὁποιουδήποτε κομματικοῦ σχηματισμοῦ.

Β΄.

Ὅσα παραπάνω παραθέσαμε, ἀσφαλῶς χρήζουν ἐπεξηγήσεων. Ὡς ἐκ τούτου ἐρχόμαστε νὰ καταθέσουμε συγκεκριμένα στοιχεῖα καὶ νὰ τὰ ἐκθέσουμε ἀναλυτικά, ὥστε νὰ πληροφορηθοῦν ἐν ἐκτάσει, ὅσοι ἐνδιαφέρονται νὰ γνωρίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη περὶ τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου καὶ τῆς Ἀποτειχίσεως, στὰ δυὸ χιλιάδες χρόνια ποὺ ἔχουν παρέλθει ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐξ ἄλλου, ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου (συγκεκριμένα τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα), στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐφαρμόστηκε μερικῶς, τὴν δεκαετία τοῦ 1970 ἀπὸ τρεῖς ἐπισκόπους καὶ Ἱ. Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιὰ τὴν ἴδια αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρότι αὐτὴ τότε, ἦταν δυσδιάκριτη στοὺς πολλούς, ἀφοῦ οἱ οἰκουμενιστὲς ἐπαρουσιάζοντο ὡς ἀκραιφνεῖς ὀρθόδοξοι, συσκιάζοντες καὶ δικαιολογοῦντες τὶς σποραδικὲς οἰκουμενιστικὲς πράξεις καὶ δηλώσεις τους, κάτω ἀπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.

Ἐδῶ, ὅμως, χρειάζεται νὰ ἀναλύσουμε περισσότερο τί εἶναι ἀποτείχιση, πότε ἐφαρμόζεται καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὺς ἀπέστειλε νὰ κηρύξουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο, σὲ αὐτοὺς ἔδωσε τὴν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν». Βέβαια, ὅλα αὐτὰ ὄχι κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς Ἐντολές Του, ὅπως αὐτὲς καταγράφονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅπως ἑρμηνεύθηκαν καὶ διατυπώθηκαν ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.

Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ ἔδωσε τὸ ἀξίωμα αὐτὸ, ἀλλὰ καὶ οἱ μαθητές Του, μᾶς προειδοποίησε πὼς θὰ ὑπάρξουν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς ἀνάξιοι τοῦ λειτουργήματος ποὺ τοὺς ἀνετέθη, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχουμε νὰ διακρίνουμε τοὺς σωστοὺς ἐπισκόπους ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους. Καὶ ποιοί εἶναι οἱ ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδαπόστολοι; Ἐκεῖνοι, ποὺ ἐνῶ εἶναι οἱ κυρίως ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν διατήρηση τῆς αὐθεντικότητας καὶ ἀκεραιότητας τῆς Πίστεως, ἀρνοῦνται αὐτὸ τὸν ρόλο, εἴτε εἰσάγοντας «νέο Εὐαγγέλιο» καὶ διδάσκοντες κακοδοξίες-αἱρέσεις, εἴτε συμμαχοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς, εἴτε παραμένουν σιωπῶντες, ἐνῶ βλέπουν ὅτι ἀλλοιώνεται ἡ Πίστις ποὺ ὡς «παρακαταθήκη» παρέλαβαν, εἴτε κοινωνοῦντες μὲ ὅλους τοὺς παραπάνω, παρότι παραδέχονται κατὰ πάντα τὰ ὀρθόδοξα δόγματα.

Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἀρνιόταν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν ὁλοκληρία τῆς πίστεως ἢ τὸ ρόλο τοῦ ἐπι-σκοπεῖν, ὅταν διαφοροποιεῖτο στὴν ποιμαντικὴ καὶ πρακτικὴ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἁγίων Πατέρων, τότε ἔπαυε νὰ ἐκφράζει τὴν παραδεδομένη πίστη καὶ νὰ εἶναι ὁ ἐκφραστὴς καὶ ὁ φύλακάς της. Ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπῆρχε ταυτότητα πίστεως ἐπισκόπου καὶ πιστοῦ λαοῦ, συμφωνία πίστεως καὶ πράξεως, κοινωνία τῆς ἴδιας πίστεως καὶ ἄρα, ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία (ποὺ δηλώνει ὅτι οἱ πιστοὶ φρονοῦν καὶ πιστεύουν ὅ,τι πιστεύει καὶ ὁ ἐπίσκοπός τους καὶ τὸ ἀντίστροφο), ὄχι μόνο δὲν εἶχε κανένα νόημα, ἀλλὰ ἀντίθετα ἡ μνημόνευση αὐτὴ θὰ ἀποτελοῦσε μιὰ ὑποκρισία καὶ ἕνα φαρισαϊσμό, μιὰ αὐταπάτη καὶ ψευδῆ ἔνδειξη, ὅτι τάχα ὅλα πηγαίνουν καλά. Τοιουτοτρόπως, στὴν ἱερότερη καὶ φρικτὴ αὐτὴ ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας θὰ παιζόταν μιὰ κωμωδία.

Σ’ αὐτὴ λοιπόν τὴν περίπτωση, οἱ πιστοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ποὺ στὴν καρδιὰ καὶ στὴν συνείδηση διατηροῦσαν τὸ ὀρθόδοξο βίωμα καὶ τὴν μνήμη τῶν θείων Ἐντολῶν, βίωναν δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μὴ θέλοντας νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὴν τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, ἀντιδροῦσαν· διαφοροποιοῦσαν δηλαδή, κατ’ ἀρχάς, τὴ θέση τους ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς περὶ αὐτόν. Καὶ ὅταν ἡ ἀντίδρασή τους δὲν εἶχε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα, ὅταν δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος συνέχιζε νὰ ἀρνεῖται τὴν τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων –τοὺς ὁποίους ὑποσχέθηκε μὲ φρικτοὺς ὅρκους ὅτι θὰ διαφυλάξει–, ὅταν δὲν μετανοοῦσε καὶ παρέμενε σὲ πνευματικὴ ἀφασία, ἐνδιαφερόμενος μόνο γιὰ πράγματα θεσμικά, τυπικὰ καὶ δευτερεύοντα (π.χ. γιὰ τὸ πῶς θὰ διαφυλάξει τὰ κεκτημένα ἐξουσιαστικὰ συμφέροντά του), τότε, τὰ πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας προχωροῦσαν στὴν παραπάνω ὀδυνηρὴ ἀπόφαση: τὴν ΔΙΑΚΟΠΗ τῆς ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΣ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὴν ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ, τὴν ἀπομάκρυνση δηλαδὴ ἀπ’ αὐτόν.

Τοῦτο πρακτικά σήμαινε, πὼς διέκοπταν τὴν ἐπικοινωνία μαζί του, δὲν συνέπρατταν, δὲν ἐκκλησιάζονταν στοὺς Ναοὺς ποὺ ἦταν παρὼν ἢ μνημονευόταν ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τούς ἱερεῖς πού τελοῦσαν τή Θεία Λειτουργία, δὲν ἐδέχοντο δηλαδὴ νὰ τελέσει αὐτὸς τὰ ἁγιαστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας ἤ νά μνημονευθεῖ τό ὄνομά του στά μυστήρια ἤ τίς ἀκολουθίες.

Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὶς πρώτους αἰῶνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας εἶναι τὸ ἑξῆς: ὅταν ὁ Νεστόριος ἦταν ὁ κανονικὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ εἶχαν ἀρχίσει οἱ αἱρετικὲς ἰδέες του νὰ ἐκφέρονται —ὅπως σήμερα τοῦ κ. Βαρθολομαίου—, τότε, ἕνας ἐκ τῶν πρώτων ποὺ ἀντέδρασαν δυναμικὰ κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ (ἀλλὰ μὴ καταδικασθέντος ἀκόμα) πατριάρχη Νεστορίου, ἦταν ὁ Εὐσέβιος, μετέπειτα ἐπίσκοπος Δορυλαίου. Ὁ Εὐσέβιος (ὄντας λαϊκός) ἀντέδρασε ἀμέσως (τό 429), πρὶν κάποια Ἐπισκοπικὴ Σύνοδος ἀποφανθεῖ, ἀντικρούοντας τὸν πατριάρχη Νεστόριο ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας· στὴ συνέχεια, τοιχοκόλλησε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας δημόσιο γραπτὸ ἔλεγχο κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ πατριάρχου μέ τὴν παρακίνηση: «Ὁρκίζω στὴν Ἁγία Τριάδα αὐτὸν ποὺ λαμβάνει αὐτὸ τὸ χαρτί, νὰ τὸ παρουσιάση σὲ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκοὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμα νὰ τοὺς δώση καὶ ἀντίγραφο, πρὸς ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου». Αὐτὰ τότε.

Στὴν σημερινὴ πραγματικότητα οἱ ἀβαρίες στὸν χῶρο τῆς ἐπισκοπικῆς εὐθύνης εἶναι πολλές. Ὁ Οἰκουμενισμός, δυστυχῶς ἐπωάζεται καὶ ἀνδρώνεται μέσα σὲ πατριαρχικὰ καὶ ἐπισκοπικὰ περιβάλλοντα, γι’ αὐτὸ καὶ εὔκολα ἡ δράση του καλύπτεται καὶ συνιστᾶ τὸν ὑπουλότερο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διαχριστιανικὸ καὶ συνάμα διαθρησκειακὸ συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται καὶ ἐξουδετερώνει τὴν Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἐξομοίωση τῆς Ὀρθοδοξίας μας μὲ τὶς ἀλλόκοτες κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ κάθε ἄλλου –ισμοῦ, δηλαδή, στὴν ἀλλοίωση τοῦ Δόγματος καὶ τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, στὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ καὶ τῆς δεσποτοκρατίας, στὴν ἐμπορευματοποίηση τῆς Πίστεως, στὴν ἀνοχὴ στὰ ἠθικὰ σκάνδαλα ἐπισκόπων καὶ λαϊκῶν, στὴν ἐπικράτηση–νομιμοποίηση μιᾶς ἀπαράδεκτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης κ.ἄ.

Αὐτὸς ὁ οἰκουμενιστικὸς συγκρητισμὸς ἐκδηλώνεται (ὅπως ἤδη ἀναφέραμε) καὶ μὲ τὶς συμπροσευχές, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι πλέον μιὰ σπάνια καὶ κρυφὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ καθημερινὴ καὶ φανερὴ κατάσταση. Καὶ δὲν ἀποτελοῦν (οἱ συμπροσευχὲς) ἁπλῶς παράβαση κάποιων Ἱ. Κανόνων (ὅπως μερικοὶ λέγουν), ποὺ ἐξ ἀνάγκης καὶ σὲ κάποιες στιγμὲς ἐθιμοτυπικὰ πραγματοποιήθηκαν «κατ’ οἰκονομίαν», ἀλλὰ συστηματικὴ καταστρατήγηση τῶν θεοπνεύστων Ἱ. Κανόνων καὶ συνειδητὴ ἀσέβεια πρὸς τὴν Ἐκκλησία ποὺ τοὺς ἐθέσπισε. Εἶναι ἐνσυνείδητη οἰκουμενιστικὴ προπαγάνδα, ποὺ προάγεται διὰ τῶν Μ.Μ.Ε. γιὰ τὴν ἄμβλυνση καὶ διαφθορὰ τῶν ὀρθοδόξων συνειδήσεων• δηλαδὴ στρατηγικὴ ἁλώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.

Πρῶτος εἰσηγητής της ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ “ἄξιος” συνεχιστὴς («ἔργοις καὶ λόγοις») ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος —ὄχι σὲ κάποια ἀνεπίσημη συνομιλία, ἀλλὰ στὴν ἐπίσημη διδακτορικὴ διατριβή του— εἰσηγεῖται μιὰ ἀσεβῆ καὶ καινοτόμο θέση, τὴν ὁποία οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἐπιτιμοῦν μὲ ἀναθεματισμό· θέτων ἑαυτὸν ὑπεράνω τῶν Ἱ. Κανόνων ἀπεφαίνετο στὴν διατριβή του ὁ κ. Βαρθολομαῖος: «Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχη διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν»7. Ἡ Ἐκκλησία βέβαια ἄλλα μᾶς ἔχει παραδώσει. Ἡ Σύνοδος τοῦ 922 ἐντέλλεται γι’ αὐτοὺς ποὺ καταφρονοῦν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες: «Τοῖς ἐν καταφρονήσει τιθεμένοις τοὺς ἱεροὺς καὶ Θείους Κανόνας τῶν ἱερῶν Πατέρων ἡμῶν, οἳ καὶ τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι (=στηρίζουν) καὶ ὅλην τὴν Χριστιανικὴν Πολιτείαν κοσμοῦντες, πρὸς θείαν ὁδηγοῦσι εὐλάβειαν, ἀνάθεμα»!

Μάλιστα, οἱ οἰκουμενιστὲς ἡγέτες φρόντισαν αὐτὴ ἡ ἀσέβεια τῶν συμπροσευχῶν, νὰ μὴ διενεργεῖται ὡς μιὰ ἀμφιλεγόμενη πρακτικὴ κατὰ τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ νὰ θεσμοθετηθεῖ καὶ νὰ παγιωθεῖ ὡς νόμιμη ἐνέργεια καλυπτόμενη ἀπὸ Κοινὲς Διακηρύξεις τους, ὅπως π.χ. ἐκείνη στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἡ ὁποία συνοδεύεται καὶ ἀπὸ φωτογραφίες. Γιὰ τοὺς ὑπογράψαντες τὸ Κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε «ἡ συμπροσευχὴ εἶναι (πλέον) μέσον προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν "ἐκκλησιῶν”»8. Ἔτσι στὸ Porto Alegre, Προτεστάντες καὶ Ὀρθόδοξοι σύνεδροι κινοῦνται πρὸς τὴν κοινὴ προσευχὴ —ποὺ γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἀποτελεῖ μόλυσμα—, ὡς ἐὰν ἡ κοινὴ προσευχὴ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, νὰ ἀποτελεῖ μιὰ νέα εὐρύτερη ὁμολογία πίστεως, ποὺ ἀδίστακτα ὀνομάζουν Ἀποστολικὴ πίστη(!), ἡ ὁποία φαίνεται θὰ ἐπικρατήσει στὴν «νέα Ἐκκλησία τοῦ Π.Σ.Ε.»(!).

Μᾶς διαβεβαιώνουν οἱ ὀρθόδοξοι(!) καὶ προτεστάντες σύνεδροι τοῦ Π.Σ.Ε. ὅτι «ἡ ἑνότητα γιὰ τὴν ὁποία προσευχόμαστε, ἐλπίζουμε καὶ ἐργαζόμαστε δὲν εἶναι παρὰ “μία κοινωνία δεδομένη καὶ ἐκπεφρασμένη διὰ τῆς κοινῆς ὁμολογίας τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως”»! «Οἱ συμπροσευχὲς θεωροῦνται ἐπίτευγμα, κατάκτησις τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ “Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ” στὴν Τελική της Ἔκθεσι μὲ αἰσιοδοξία λέγει ὅτι “ἡ κοινὴ προσευχὴ σὲ ἕνα οἰκουμενικὸ περιβάλλον μπορεῖ νὰ γίνη κατανοητὴ ὡς καιρὸς ὁμολογίας καὶ καταλλαγῆς στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν πλήρη ἑνότητα”.9

Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστοὶ οἱ στόχοι τοῦ Π.Σ.Ε.: «πλήρης ἑνότητα» ἡ ὁποία θὰ ἐπιτευχθεῖ καὶ διὰ τῶν «κοινῶν προσευχῶν» καὶ χωρίς, βέβαια, νὰ ἀρνηθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι τὶς καινοτομίες τους! Προκαλεῖ, ὅμως, κατάπληξη τὸ γεγονός, ὅτι ἐνῶ οἱ προτεστάντες τοῦ Π.Σ.Ε. δείχνουν νὰ σέβονται τὴν Παράδοσή μας, οἱ δικοί μας «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποι βιάζονται γιὰ τὴν ἕνωση, (ὑπακούοντας ἀσφαλῶς στὶς ὑπαγορεύσεις τοῦ Πατριαρχείου) πλειοδοτώντας σὲ παραχωρήσεις καὶ ὑποχωρήσεις ποὺ φανερὰ τουλάχιστον, δὲν τοὺς ζητήθηκαν. Ἄρα, ἡ ἐνδοτικότητα τῶν δικῶν μας οἰκουμενιστῶν εἶναι τὸ μεγάλο πρόβλημα, ἀφοῦ δὲν σέβονται τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση.

Πρὸς κατοχύρωση τῶν παραπάνω ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸν π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο: «Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τὸν Αὔγουστο 2002 δέχθηκε ὅτι “γιὰ κάποιες Ἐκκλησίες (σ.σ. ἐννοεῖ τὴν Ὀρθόδοξη) ἡ προσευχὴ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ἐκτὸς τῆς δικῆς τους παραδόσεως εἶναι ὄχι μόνο προβληματικὴ ἀλλὰ θεωρεῖται καὶ ἀδύνατη” καὶ “οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ὑπολογίζουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἑρμηνευθοῦν ὡς ἀπαγορευτικοὶ μιᾶς τέτοιας προσευχῆς”». Καὶ σχολιάζει ὁ π. Ἀναστάσιος: «Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ ὅτι ἀκόμα καὶ οἱ Προτεστάντες τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ ΠΣΕ συμμερίζονται, κατανοοῦν καὶ σέβονται τὴν κανονικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία πολλάκις ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐμμέσως ἢ ἀμέσως περιφρονοῦμε …»! (π. Ἀναστάσιου Γκοτσόπουλου, Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι).

Ἄλλα, ὅμως, μᾶς διδάσκει ἡ Παράδοσή μας διὰ πολλῶν Ἱ. Κανόνων ποὺ ἐφάρμοζαν ἐπακριβῶς οἱ ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῶν αἱρέσεων πατέρες10. Ὡς παράδειγμα: Σὲ ἐπιστολή τους πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες μᾶς ὑποδεικνύουν τὴν ὀρθόδοξη στάση ὡς πρὸς τὶς συμπροσευχές, σημειώνοντας τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πράττουν οἱ σύγχρονοι αἱρετικοὶ οἰκουμενιστές. Γράφουν οἱ Ἁγιορεῖτες: «Διότι οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ κανόνες λέγουν, “Ὅποιος συμπροσευχηθῇ μὲ ἀκοινώνητο ἀκόμη καὶ μέσα σὲ σπίτι, νὰ ἀφορίζεται” (ι΄ ἀποστ.). Καὶ σὲ ἄλλο μέρος: “Ὅποιος κοινωνῇ μὲ ἀκοινώνητους, νὰ εἶναι ἀκοινώνητος, ἐπειδὴ ἐπιφέρει σύγχυσι στὴν κανονικὴ τάξι τῆς Ἐκκλησίας” (β΄ κανὼν Ἀντιοχ.). Καὶ πάλι: ”Ὅποιος δέχεται τὸν αἱρετικό, ὑπόκειται στὶς ἴδιες κατηγορίες μ’ ἐκεῖνον” (ἑρμην. με΄ ἀποστ. κανόνα)… Ἀλλ’ οὔτε θὰ τοὺς μνημονεύσουμε… Ἐὰν λοιπὸν ἐπιθυμοῦν πράγματι νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας, τότε ἂς ἀλλάξουν πρῶτα καὶ μετὰ νὰ ἑνωθοῦν. Ἐὰν ὅμως θέλουν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, ἐνῶ συγχρόνως διατηροῦν καὶ τὰ σφάλματά τους, δὲν θὰ τὰ καταφέρουν»11.

* * *

Πρὸς ἀπόδειξη τῶν γραφομένων ἀναφέρουμε συγκεκριμένες πράξεις ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ὄχι πρὸς στιγμὴν καὶ μεμονωμένα, ἀλλὰ σὲ διάρκεια χρόνου καὶ Συνοδικά:

Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἔχει πλήρη κοινωνία) μὲ σειρὰ ἐνεργειῶν, παραλείψεων ἢ ἐπίδειξη ἀνεπίτρεπτης ἀνεκτικότητος, ἐπὶ δεκαετίες –στὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία– ἀθετοῦν βασικὲς Εὐαγγελικὲς Ἐντολὲς καὶ Ἱεροὺς Κανόνες, τραυματίζοντας ἔτσι συνοδικὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, μόλις πρὶν λίγα χρόνια πίστευαν ἀπόλυτα ὅτι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Οἱ ὡς ἄνω, ὅμως, ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες, ἀποδέχονται ὅτι καὶ οἱ αἱρέσεις εἶναι Ἐκκλησία, μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς χωρίζουν κάποιες διαφορές, ὁμιλοῦν γιὰ «διηρημένη» Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὰ περὶ «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», «θεωρίας τῶν κλάδων» ἢ «τῶν δύο πνευμόνων» κ.λπ.

Τοῦτο γίνεται μὲ τὴν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν καὶ Μονοφυσιτῶν στὸ Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου καὶ στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης, προσφάτως δὲ τῶν Λουθηρανῶν τῆς Γερμανίας στὴν Κων/πολη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀποδοχὴ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε, ὅτι καὶ οἱ προτεσταντικὲς ὁμολογίες εἶναι Ἐκκλησίες• τέλος μὲ τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τῶν Παπικῶν τὸ 196512.

Ὅλα αὐτὰ ἀναμφισβήτητα ἀποτελοῦν αἱρετικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν δογματικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀθέτηση τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ δὲ ἀποκλίναντες εἶναι ἡγέτες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἢ μεμονωμένοι ἐπίσκοποι. Αὐτές, λοιπόν, τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις, οἱ ὑπόλοιποι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι τὶς ἀποδέχονται, ὄχι μὲ κάποιο δημοσίευμα ἢ κήρυγμα, ἀλλὰ ἔμπρακτα, ἀφοῦ δὲν τὶς ἀποδοκιμάζουν. Τὸ ὅτι εἶναι πρώτιστο χρέος τους νὰ τὶς ἀποδοκιμάζουν, τὸ ὁρίζει ὁ Α΄ Κανὼν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Εἶναι, ὡς ἐκ τούτου φανερό, ὅτι αὐτὴ ἡ ἕως τώρα ἐκ μέρους μας ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν, ὄχι μόνο ἀντίκειται σὲ ὁλόκληρη τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ δὴ στὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ «ἀνοίγει» καὶ τὴν ὄρεξη τῶν ἑτεροδόξων, γιὰ περαιτέρω συρρίκνωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μεταβολὴ δηλαδὴ θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς Πίστεως, ὅπως ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ «κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας»,13 συντελεῖται ἀναλυτικότερα διὰ τῶν ἑξῆς:

Ι) Μὲ τὴν συνοδικὴ ἄρση τὸ 1965, ἐπὶ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τῶν Παπικῶν, χωρὶς νὰ ἀρθοῦν οἱ αἰτίες ποὺ προκάλεσαν τὰ ἀναθέματα καί, φυσικὰ χωρὶς οἱ αἱρετικοὶ παπικοὶ νὰ ἔχουν ἐπιδείξει τὴν παραμικρὴ διάθεση μετανοίας γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὴν αἵρεση. Αὐτὴ ἡ ἄρση ἀντίκειται στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ δὴ στὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ μέγεθος τοῦ ἀτοπήματος (ὅσοι ἀκόμα τὸ θεωροῦν ὡς μικρό), ἂς ἀναλογισθοῦν τί θὰ ἐσήμαινε γιὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο μιὰ παρόμοια ἄρση τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Γνωρίζουμε, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅτι προτάθηκε στὸν Μ. Ἀθανάσιο κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τὸ ἀπεδοκίμασε καὶ ἀρνήθηκε νὰ συμπράξει, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξορισθεῖ!

ΙΙ) Μὲ τὴν Συμφωνία τοῦ Σαμπεζὺ (1991) καὶ τοῦ Μπάλαμαντ (1993)14, διὰ τῆς ὁποίας ἀποδεχόμαστε «κοινὸ βάπτισμα» μὲ τοὺς παπικούς, ὡσὰν νὰ ἔχουν καὶ οἱ αἱρέσεις ἔγκυρο Βάπτισμα καὶ νὰ παρέχουν καὶ αὐτὲς σωτηρία, ὅπως ἡ ΜΙΑ Ἐκκλησία. Στὸ κείμενο διαβάζουμε: «Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του –(δηλαδή), ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια…, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν Ἐπισκόπων– δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται»15.

Ἐφαρμογὴ τῶν παραπάνω συνιστᾶ ἡ –κατόπιν ἐπισήμου Συνοδικῆς ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας– «μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες καί, ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ἡ «μερικὴ ἀναγνώριση μυστηρίων τῶν Μονοφυσιτῶν»16 Αἰγύπτου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναγνώριση στὴν Κων/πολη τῶν μυστηρίων τῶν Λουθηρανῶν τῆς Γερμανίας (2004).

Δὲν ἔχει δοθεῖ σημασία στὴν ἐκκλησιολογικὴ βαρύτητα ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ «ἕνωση», ἡ ὁποία ἔγινε παρὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς καὶ ἄλλων Συνόδων, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «κοινωνοῦν» μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας, ἐξισώνοντας τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, ὡς ἐὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα. Πρόσφατα μετέβη ἐκεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ἀλλὰ οὐδεμία νύξη ἔκανε γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ τῆς Πίστεως.

Ὁ δὲ πατριάρχης Βαρθολομαῖος –ἀκολουθῶν τὴν συμφωνία στὸ Μπάλαμαντ, ἄρα νομιμοποιώντας την ἐμπράκτως– συμβουλεύει τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν αἵρεση δηλώνοντας (ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Πάπα στὶς 29/6/1995): «Παρακινοῦμε (ἢ ἐξορκίζουμε) τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφότητας, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα βάπτισμα». Καί• «Ὁ Διάλογος αὐτὸς ἀπεδείχθη γόνιμος καὶ κατέστη δυνατὸν νὰ προχωρήση κατὰ τρόπον οὐσιαστικὸν» καὶ πὼς «ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ ἠδυνήθη νὰ διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι μας ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι, ὑπεύθυνοι ἀπὸ κοινοῦ διὰ τὴν διατήρησιν τῆς μοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ...»17.

Πάλι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος (σὲ Κοινὸν ᾿Ανακοινωθὲν) ἀποδέχεται: «Παρότι αἱ ᾿Εκκλησίαι ἡμῶν (Ὀρθόδοξη καὶ Προτεσταντικὴ) δὲν εὑρίσκονται εἰσέτι εἰς κοινωνίαν, θεωροῦμεν ἑκατέρωθεν τὰ μέλη ἡμῶν ὡς βεβαπτισμένα καὶ ἀπορρίπτομεν τὸν ἐπαναβαπτισμόν. Οἱ συμμετέχοντες εἰς τὸν διάλογον χαιρετίζουν τὰς προσπαθείας τῶν ᾿Εκκλησιῶν ἐν Γερμανίᾳ (Οἰκουμενικὸν Συμβούλιον τῶν Χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν) διὰ τὴν προσπάθειαν ἐπιτεύξεως συμφωνίας ὡς πρὸς τὴν ἑκατέρωθεν ἀναγνώρισιν τοῦ Βαπτίσματος»18.

Στὸ πνεῦμα αὐτό, οἱ Πρόεδροι διαφόρων Ἐκκλησιῶν (Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος), προσφωνοῦν τὸν ἡγέτη τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ ὡς Ἁγιώτατο Πάπα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὡς νὰ εἶναι ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας ὁ αἱρετικός Πάπας. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν de facto ἀναγνώρισή του ὡς ἰσότιμου ἐπισκόπου (μᾶλλον ὑπέρτερου τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, διὰ τοῦτο καὶ κάποιοι «ὀρθόδοξοι» ἐπίσκοποι κατὰ καιροὺς φιλοῦν τὸ χέρι ἑνὸς αἱρετικοῦ, ὡς ἀνωτέρου τους ἐπισκόπου) οὐδεὶς Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος ἀντέδρασε (ἢ πιθανὸν νὰ ἀντέδρασαν ἐλάχιστοι, χωρὶς βέβαια, ἡ ἀντίδρασή τους νὰ ἔχει συνέχεια). Ἔτσι, οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνο δὲν διαμαρτυρήθηκαν, ἀλλὰ ἀποδέχτηκαν τὴν Ἁγιότητα τοῦ Πάπα.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅμως, διδάσκει ὅτι εἶναι ἄξιος κολάσεως ὁ σιωπῶν, ὅταν οἱ θεῖοι νόμοι παραθεωροῦνται καὶ ὑβρίζονται: Ἐρωτᾶ: «τῶν θείων νόμων ὑβριζομένων, ὁ σιγήσας καὶ παριδών, οὐκ ἔστιν κολάσεως ἄξιος;» (P.G. 50. 547). Ὁ δὲ Ἰωσὴφ Βρυέννιος γράφει: «Πᾶς ὁ δυνάμενος λέγων τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ λέγων κατακριθήσεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ταῦτα ἔνθα πίστις ἐστὶ τὸ κινδυνευόμενον καὶ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων ἡ κρηπίς. Τὸ γὰρ ἐφησυχάζειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀρνήσεως ἴδιον, τὸ δὲ λέγειν, ὁμολογίας εἰλικρινοῦς»19.

IΙΙ) Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς αἱρετικῆς «Βαπτισματικῆς θεολογίας»20 γενικότερα, διὰ τῆς ὁποίας ἀποδεχόμεθα ὅτι ἔχουν ἔγκυρο Βάπτισμα πολλὲς αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, καὶ ἄρα εἶναι καὶ αὐτὲς Ἐκκλησία, παρέχουν καὶ αὐτὲς σωτηρία. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας ἀπὸ χρόνια ἔχει προτείνει «νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῇ βάσει ... τῆς βαπτιστικῆς ἑνότητας». Ὑποστήριξε ὅτι τὸ βάπτισμα εἶναι αὐτὸ ποὺ διαγράφει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ εἶναι βαπτισμένοι. Κατὰ συνέπειαν «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει ᾿Εκκλησία», ἐνῶ «ἐντὸς τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς νὰ μιλᾶς γιὰ Ἐκκλησία»!21 Καὶ ὁ Περγάμου Ἰωάννης, εἶναι ἀποδεκτὸς ὡς «ὀρθόδοξος» συλλειτουργὸς καὶ φύλακας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπὸ τοὺς ἄλλους «ὀρθόδοξους» συνεπισκόπους του, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἀνέχτηκαν (χωρὶς νὰ ἔχει πρὸς τοῦτο οὐδεμία ἁρμοδιότητα) νὰ τοὺς ἐπιτιμᾶ καὶ καὶ νὰ τοὺς ζητᾶ τὸν λόγο, ἐπειδὴ δὲν ἀποκήρυξαν τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»!22

Καὶ ἡ αἵρεση τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ τῶν συμφωνηθέντων μὲ τοὺς αἱρετικούς, δυστυχῶς δὲν ἔχουν μείνει σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο. Ἐφαρμόζονται τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ «φύλακες» τῆς πίστεως ἐπίσκοποι μᾶς διαβεβαιώνουν ὅτι ἀγρυπνοῦν! Πόσοι ἄραγε ἐπίσκοποί μας γνωρίζουν τὸ ἑπόμενο γεγονός; Κι ἂν τὸ γνωρίζουν πῶς τὸ ἀντιμετώπισαν; Διαβάζουμε:

Τὸ «Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν Αὐστραλίας» (Ἰούλιος 2004), διεκήρυξε: Ὅλες οἱ παρακάτω “ἐκκλησίες” «συμφωνοῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ποὺ ἐπιτελέσθηκε σὲ κάθε ἐκκλησία καὶ νὰ προωθήσουμε τὴν χρῆσι κοινῆς Βεβαιώσεως Βαπτίσεως»! Καὶ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων καὶ ὁμολογιῶν, συμπεριλαμβάνονται καὶ ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθεῖ τὸ ἔχον τὰ «πρωτεῖα» Πατριαρχεῖο καὶ ὁ προϊστάμενός του κ. Βαρθολομαῖος καί, βέβαια, τὸ ἀκολούθησε ἡ Ἐκκλησία μας. Γιὰ τὴν ἱστορία οἱ κοινότητες καὶ οἱ Ἐκκλησίες ποὺ ὑπέγραψαν εἶναι: Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία Αὐστραλίας, Ἀντιοχειανὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀρμενικὴ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, Ἑλληνορθόδοξος Ἀρχιεπισκοπὴ Αὐστραλίας, Ἑνωμένη Ἐκκλησία Αὐστραλίας, Λουθηρανικὴ Ἐκκλησία Αὐστραλίας, Ὁμοσπονδία Κονγκρεσιοναλιστῶν Αὐστραλίας, Ρουμανικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία Αὐστραλίας» (Βλ. «A National Covenant»/Μία Ἐθνικὴ Διαθήκη).

ΙV) Τὰ ἴδια, ἐκθεμελιωτικὰ τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀποτελέσματα ἔχει καὶ ἡ συμμετοχή μας στὸ Π.Σ.Ε. κατόπιν Συνοδικῆς ἐγκρίσεως, διὰ τῆς ὁποίας ἀποδεχόμεθα τὴν διευρυμένη ἐκκλησιολογία τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Διὰ τῆς ἰσοτίμου ἐντάξεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε., ἀκυρώνονται πλῆθος εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ Ἱερῶν Κανόνων, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς ἀρνούμεθα τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλη τὴν δισχιλιετῆ ὀρθόδοξη Παράδοση23. Αὐτὴ ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτυπώνεται στὴν ἀπόφαση τῆς 9ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. (Porto Alegre, ΦΕΒ 2006)· ἀπόφαση ποὺ ὑπέγραψαν ἢ ἀποδέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα οἱ ἐκπρόσωποί μας ἐπίσκοποι καὶ τὴν ὁποία, τὸ μὲν Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ τοῦ κ. Βαρθολομαίου ἀποδέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμό, ἡ δὲ ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία τὴν ἔχει ἕως σήμερα ἀποδεχθεῖ σιωπηρῶς. Δηλαδή, μὲ ἕνα ἀκόμα τρόπο ἀποδεχόμεθα ὅτι οἱ αἱρέσεις εἶναι Ἐκκλησία24, πρᾶγμα τερατῶδες (κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καὶ ὅλους τοὺς προηγουμένους Ἁγίους), ἀφοῦ ἔτσι καθιστοῦμε τὴν Μία Ἐκκλησία ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο κομματάκι μεταξὺ τῶν τριακοσίων πενήντα περίπου (350) προτεσταντικῶν αἱρέσεων.

Στὸ Porto Alegre συγκεκριμένα, οἱ ἐκπρόσωποί μας διὰ τῶν Δημητριάδος κ. Ἰγνατίου καὶ Καλαβρύτων κ. Ἀμβροσίου25 δέχθηκαν: 1) Ὅτι τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀποτελοῦν ὅλες μαζί, οἱ 350 αἱρετικὲς “ἐκκλησίες” τοῦ Π.Σ.Ε.», ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες ἀριθμεῖται ὡς ἰσότιμος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου, ἀρνήθηκαν ἐμπράκτως τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως διὰ τοῦ ὁποίου ὁμολογοῦμε «πίστιν εἰς “Μίαν Ἐκκλησίαν”! 2) Δέχθηκαν, ὅτι ἤδη «εἴμαστε ἑνωμένοι» (ἀοράτως!) μ’ αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀλλὰ ἀποβλέπουμε στὴν ἐπίτευξη “πλήρους ὁρατῆς ἑνότητας”. 3) Ὅτι ἡ πληθώρα τῶν κακοδοξιῶν τῶν “ἐκκλησιῶν” τοῦ Π.Σ.Ε., εἶναι “διαφορετικοὶ τρόποι διατυπώσεως τῆς ἰδίας Πίστης καὶ ποικιλία Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνευματος”! 4) Ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ κοινὴ ὀρθὴ Πίστη, ἡ Παράδοση καὶ ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ τὸ “βάπτισμα”!

V) Ἐπίσης, ἡ σταδιακὴ ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, συντελεῖται:

α) Μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ παραμονή μας στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ συζητήσεις καὶ Διαλόγους μὲ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὄχι μόνο κακοπροαίρετοι, ἀλλ’ ἐμφανῶς δόλιοι καὶ ἀμετανόητοι. Ἡ παρασπονδία τῶν παπικῶν φάνηκε πρόσφατα μὲ τὴν δήλωση τοῦ πάπα Βενέδικτου (παρὰ τὶς ἐξαγγελίες γιὰ διάλογο «ἐπὶ ἴσοις ὅροις») ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἐλλειμματική»! Ἡ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς θέσεως ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (παρὰ τὴν ἀρχικὴ χλιαρὰ ἀντίδραση ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) σημαίνει ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς χάριν τοῦ Διαλόγου δεχθήκαμε ὅτι εἴμαστε ἰσότιμη Ἐκκλησία μὲ τοὺς παπικούς, αὐτοί, μᾶς ὑποβαθμίζουν ἔτι περισσότερο καὶ τοποθετοῦν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ κατώτερο βάθρο, πιὸ κάτω ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν αἵρεσή τους!26.

Ὅταν οἱ Διάλογοι χρονίζουν καὶ διεξάγονται μὲ τέτοιες προϋποθέσεις καὶ ὑποχωρήσεις, ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο λαοῦ καὶ ἐπισκόπων καί, ἡ παράξενη ἐμμονὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν μας νὰ παραμένουν σὲ αὐτούς, ἀποδεικνύει τὴν ἀνυπακοή τους στὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸ βαθμὸ συμβιβασμοῦ τους μὲ τὴν αἵρεση: Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίδασκε, πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσία …παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος» (Τίτ. γ΄ 10-11). Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ κάνει διάλογο μὲ τοὺς εἰκονομάχους ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος.

Μόνο ὅταν ὁ λόγος μας εἶναι ὁμολογιακὸς καὶ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει, ἔχουμε ἄδεια ἀπὸ τοὺς Πατέρες, καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο27, νὰ διαλεγόμεθα γιὰ θέματα Πίστεως. Κατὰ τὸν Ἅγιο: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον»28. Καί• «πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον. καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους καὶ γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν»29.

β) Γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὸ μέγεθος τῆς ἐξαπάτησης τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπὸ τοὺς πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους, σημειώνουμε ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω ἀπαγόρευση συμμετοχῆς μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, οἱ «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποί μας, ὄχι μόνο ἐξακολουθοῦν νὰ διεξάγουν τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ ἀνέχονται νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτοὺς οἱ Οὐνίτες, παρὰ τὴν ρητὴ ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου (1963), ὅτι προϋπόθεση ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου ἦταν ἡ κατάργηση τῆς Οὐνίας. Ἡ Οὐνία, λοιπόν, ὄχι μόνο δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ ἀναβαθμίστηκε καὶ συμμετέχει μὲ ἰσότιμο(!) ἐκπρόσωπό της στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους!

Δηλαδή, τὴν Οὐνία, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ δόλιο ὄχημα τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν ἐξουνιτισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὴν τοποθετήσαμε μὲ τιμὲς ὡς συνδαιτημόνα μας καὶ ρυθμιστὴ τῶν ὑποθέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως!!! Ταιριάζει ἐδῶ γιὰ τοὺς ἐπισκόπους μας –καὶ ὅλους ἐμᾶς ποὺ τοὺς ἀνεχόμαστε– τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Παύλου πρὸς τοὺς Γαλάτας: «Τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι» καὶ μὴ ἀκολουθεῖτε; (Γαλ. 3,1).

γ) Μὲ τὴν ἄρνηση ἐφαρμογῆς τῆς Κυριακῆς Ἐντολῆς τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων (καὶ τῶν αἱρετικῶν), ἀφοῦ συνυπογράψαμε «συμφωνία» μὲ τοὺς ἑτερόδοξους διὰ τῆς «Οἰκουμενικῆς Χάρτας» (τὸ 2001) ἡ ὁποία λέγει τὰ ἑξῆς: «ὑποσχόμεθα νὰ μὴ προτρέπωμεν ἀνθρώπους νὰ ἀλλάσσουν τὴν Ἐκκλησίαν αὐτῶν»!30 Ἔτσι, ὅμως, δυσκολεύουμε καὶ ἀποτρέπουμε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία, ὅσους ἑτερόδοξους καλλιεργοῦν κάποια τέτοια σκέψη ἢ ἐπιθυμία γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἐπίσης, τὴν καταπάτηση καὶ ἄλλων Ἐντολῶν. Π.χ., παρὰ τὴν ἐκπεφρασμένη ἁγιογραφικὰ Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς «ἀτάκτως περιπατοῦντας», (ὡς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου) καὶ νὰ ἀποδοκιμάζουμε τοὺς συνειδητοὺς καὶ τοὺς καυχώμενους γιὰ τὴν διαστροφή τους σοδομίτες,31 οἱ Ἐπίσκοποί μας συναγελάζονται στὰ συνέδρια μετὰ τοιούτων δεδηλωμένων προσώπων, καὶ ὄχι μόνο ἁπλῶν ὁμοφυλοφίλων ἑτεροδόξων, ἀλλὰ «ἀρχιερέων» καὶ δὴ «ἱερειῶν», οἱ ὁποῖες ἐπιβαρύνονται μὲ τὴν βαρυτάτη νόσο τοῦ λεσβιασμοῦ(!). Τὸ δὲ ἀκόμα χειρότερο ἡ ἴδια ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐζήτησε ἀπὸ τὴν πολιτεία τὴν ἀθώωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας τῶν Μητροπολιτῶν. Ἕνας μάλιστα μητροπολίτης (ὁ Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος) ὑπεραμυνόμενος τῶν Ἱ. Κανόνων, ἐξέφρασε τὴν ἔκπληξίν του, διότι παρὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ Ἱ. Σύνοδος ὑποστήριξαν μὲ ἐπίσημο Ἔγγραφο «πάντῃ ἀπαραδέκτους θέσεις», ἀθώωναν δηλαδὴ «τὴν ὁμοφυλοφιλία τῶν Μητροπολιτῶν». Καὶ παρακαλοῦσε «εὐσεβάστως… ἐπειδὴ τὸ ζήτημα τοῦτο προκάλεσε μείζονα σκανδαλισμὸ τῆς συνειδήσεως τῶν πιστῶν…, ὅπως ἀνακληθῆ ἀμέσως τὸ συγκεκριμένον ἔγγραφον»!

δ) Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιφυλάξαμε τὸ 2001 καὶ τὸ 2004 πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς «βαρεῖς καὶ λυμώδεις λύκους» –κατὰ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας–, δηλαδὴ τὸν Πάπα καὶ τοὺς Προτεστάντες «ἱεραπόστολους» καὶ ἄρα μὲ τὴν ἄρνηση νὰ ἀναθεματίσουμε τὶς αἱρέσεις, ὅπως ἐπιτάσσουν οἱ Ἱ. Κανόνες.

ε) Μὲ τὴν ἀκύρωση τοῦ ἑνὸς νομίμου γάμου καὶ τὴν ὑπογραφὴ διαζυγίων γιὰ ποικίλους λόγους πλὴν τῆς μοιχείας, ἐνέργεια ποὺ ἀντίκειται στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ μὲ τὴν καθιέρωση τῶν μικτῶν γάμων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀδιανόητοι στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση.

στ) Μὲ τὴν κάλυψη, πρόσφατα, τῆς κακόδοξης θεωρίας τοῦ Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου (στὸ βάθος κρύβεται ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας)32, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία καὶ διηρημένη», θεωρία ποὺ καταγγέλθηκε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ, τὸν καθηγητὴ κ. Τσελεγγίδη καὶ πλῆθος πιστῶν, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀπεφάνθη (χωρὶς οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴ ὁ ἴδιος νὰ ἀναιρέσει δημόσια τὶς βλασφημίες του) ὅτι «οὐδεμία ἐκκλησιολογικὴ παρεκτροπὴ ὑφίσταται στὸν Σεβ/το Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο»! Δὲν ἀντιλαμβάνεται, ὅμως, ἡ Ἱ. Σύνοδος πὼς ἔτσι ἀποδέχεται συνοδικῶς τὴν αἵρεση; Οἱ ἀποτελοῦντες μέλη της, λόγιοι Μητροπολίτες, δὲν ἐνθυμοῦνται πῶς ἀντιμετώπιζε ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς τοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους;

Ἔτσι, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀφήνει τὸ ποίμνιο ἐκτεθειμένο στὶς αἱρετικὲς δοξασίες ἑνὸς «μισθωτοῦ ποιμένος» σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ ὀρθόδοξου τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πάπα Ρώμης Κελεστίνου, ὁ ὁποῖος ἐπεσήμαινε ἀπὸ τότε, πὼς ὑπάρχουν καὶ κακοί-αἱρετικοὶ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντὶ νὰ συναγάγουν τὰ πρόβατα στὴν μία ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, ἀντὶ νὰ συμβάλλουν στὴν ἐνσωμάτωση καὶ τῶν ἐκτὸς τῆς ποίμνης προβάτων στὴν μία ποίμνη, ἀντίθετα διαλύουν καὶ διασποῦν τὴν μία ποίμνη καὶ φυγαδεύουν τὰ πρόβατα: «Ποῦ ἐστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; (γράφει)• σύ, «οὐ γὰρ μόνον τροφὴν οὐ παρέχεις ἐν καιρῷ, ἀλλὰ καὶ δηλητηρίῳ ἀναιρεῖς οὓς ἐκεῖνος τῷ ἰδίῳ αἵματι καὶ τῷ ἰδίῳ θανάτῳ ἐκέρδανε. δηλητήριον γὰρ ὑπὸ τοῖς σοῖς χείλεσίν ἐστι ταῦτα ἅπερ καθορῶμεν… Ποῦ ἐστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; ποιμὴν ἀγαθὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ἰδίων προβάτων, μισθωτὸς δέ ἐστιν, ὃς ταῦτα τοῖς λύκοις καταλιμπάνει καὶ παραδίδωσι. τί δὲ σύ, ὦ ποιμήν, ἐνταῦθα πράξεις, ὅτε τὴν δεσποτικὴν ἀγέλην ἀντὶ λύκων αὐτὸς διασπαράττεις; εἰς ποίους λοιπὸν φραγμοὺς ἡ δεσποτικὴ ἀγέλη καταφυγεῖν δύναται, εἰ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιβόλων τιτρώσκεται; …καὶ τὴν φωνήν μου, φησίν, ἀκούσονται. διὰ τί; ἵνα γένηται μία ἀγέλη. πρὸς τὴν ἐκείνου φωνὴν μία ἀγέλη γίνεται, πρὸς δὲ τὴν σὴν ἢ βλάπτεται ἢ φυγαδεύεται. σκληρόν ἐστιν ἵνα ἐπὶ σοῦ ἁρμόσῃ τὰ ρήματα τοῦ μακαρίου Παύλου ἀπὸ τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων· ἐγώ, φησίν, οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἐμὴν ἀναχώρησιν λύκοι βαρεῖς καθ' ὑμῶν, μὴ φειδόμενοι τῆς ἀγέλης· ἀφ' ὑμῶν ἀναστήσονται ἄνθρωποι λαλοῦντες διεστραμμένα… τίς γὰρ φέρει διδάσκεσθαι ἐπίσκοπον ὅπως ὀφείλει εἶναι Χριστιανός; ἐπιμελῶς πρόσεχε εἰς οἵαν αἵρεσιν κέκλησαι· προκαλῇ, διαβάλλῃ, κατηγορῇ. τί τούτων ἱερεῖ πρέπει;»33.

ζ) Πρόσφατα οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι, πέρα ἀπὸ τὶς θεομίσητες συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, ἀποκαλύπτονται ἀκόμα περισσότερο, ἀποδεικνύοντας ὅτι οἱ αἱρετικὲς θέσεις ποὺ ἐκφέρουν, ἀποτελοῦν πεποίθησή τους καὶ συνειδητὴ ἐπιλογή, ἡ ὁποία ὑπηρετεῖ τὶς παπικὲς ἐπιδιώξεις, καὶ ἄρα ὁ ρόλος τους εἶναι προδοτικός. Δήλωσαν, δηλαδή, ἀνερυθριάστως κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Διαλόγου στὴ Βιέννη (Σεπτ. 2010) ὅτι θὰ προσαρμόσουν τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν αἵρεση(!): «“προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές” (an adaptation from both sides)». Ὁ Πατριάρχης Σερβίας ἐδήλωσε: «Ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος δὲν ἐπιδιώκει τὴν ἑνοποίηση (unification) τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ τὴν ἑνότητα ἐν τῇ διαφορετικότητι»! Καὶ κανεὶς ἐπίσκοπος δὲν ἀντέδρασε, οὔτε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, οὔτε τῶν ἄλλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν.

Ὅταν ὅμως, μιὰ αἵρεση ἤ μιὰ αἱρετικὴ πρακτικὴ ἐμφανίζεται σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία34, τότε οἱ Ἐπίσκοποι τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν (ὅπως ἔγινε ἐμφανὲς μὲ ὅσες μέχρι τώρα Πατερικὲς φωνὲς παραθέσαμε), ἢ τὴν καταγγέλλουν καὶ ἀπαιτοῦν τὴν διόρθωση τῶν ἡμαρτημένων, ὁπότε δὲν ἔχουν εὐθύνη, ἢ τὴν ἀποδέχονται εἴτε συμμετέχοντες, εἴτε σιωπῶντες. Ποιά ἀπὸ τὶς στάσεις αὐτὲς τήρησαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι (καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω;35

VI) Τὸ μεταθετὸ εἶναι θεσμὸς ἀπολύτως ἀντικανονικός. Καὶ ὅμως, πραγματοποιεῖται ἄνευ λόγου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν φιλοδοξίες καὶ νὰ «πληρωθοῦν» τὰ γραμμάτια «ἐξυπηρετήσεως» ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν. Παράδειγμα πρόσφατο: ὁ Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος, μετετέθη στὴν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ εἶχε ἀνακοινώσει στὸ ποίμνιό του, ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες (π.χ. ὁ α΄ καὶ β΄ τῆς Σαρδικῆς, ποὺ ἀπέκτησαν καθολικὸ κῦρος καθὼς κατοχυρώθηκαν μὲ τὸ β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου) ἀπαγορεύουν ἐπὶ ποινῇ καθαιρέσεως τὸ μεταθετό!

VIΙ) Ἕνα ἄλλο σημαντικότατο θέμα, εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νὰ πάρει ἐπίσημα θέση στὸ ἐρώτημα ποὺ ἐπανειλλημμένως ἐτέθη τὰ τελευταῖα χρόνια, ἂν εἶναι ὁ Παπισμὸς (καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς) αἵρεση. Καὶ ἔπρεπε νὰ πάρει θέση, διότι δὲν ὑπάρχει «ἑνότητα Πίστεως» στὸ θέμα, οὔτε μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων, μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἐνῶ δηλαδή, οἱ πλεῖστοι Μητροπολῖτες δηλώνουν ὅτι το filioque ἀποτελεῖ αἱρετικὴ προσθήκη τῶν Παπικῶν, κάποιοι ἄλλοι (μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Καλαβρύτων κ. Ἀμβρόσιος), διδάσκουν ἄλλο Εὐαγγέλιο (ἑτεροδιδασκαλία) θεωροῦντες τὸ ἀντι-Εὐαγγελικὸ Παπικὸ filioque ὡς θεολογούμενο, καὶ διδάσκοντες ἢ ἀνεχόμενοι τὴ θέση, ὅτι οὔτε οἱ Παπικοί, οὔτε οἱ Προτεστάντες εἶναι αἱρετικοί! Τοῦτο ἀποτελεῖ καὶ ἔνδειξη τῆς σιωπηρῆς ἐμπεδώσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στοὺς κόλπους τῆς Ἱεραρχίας.

Ἡ Σύνοδος τοῦ 1672 ἐν Ἱεροσολύμοις συμβουλεύει: «Ὅταν μὲν γὰρ περὶ πίστεως ἢ τῶν πιστευομένων τινῶν πραγμάτων λόγον ἀπαιτούμεθα, δεινὸν ἡγούμεθα τὸ ὑποστέλλεσθαι. Ἂν δὲ καὶ ἀσεβείας ἢ αἱρέσεως ἄλλης τινὸς ἐγκαλούμεθα παρ’ ἑτεροδόξων ἀνδρῶν, καὶ πρὸς οὐδὲν ἄλλο χρήσιμο ἀποβλεπόντων, ἢ πρὸς τὸ συστῆναι τὴν ἑαυτῶν δόξαν ἐκ τοῦ διασύρειν τοὺς ἄλλους, τότε δὴ τὸν Ἠλιοῦ ζῆλον ἀναλαβόντες, θερμότερον διεγειρόμεθα πρὸς ἀπάντησιν…»36.

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν μας ὅλα αὐτά,σκέπτεται κανείς: Αὐτοὶ οἱ ποιμένες εἶναι οἱ φύλακες τῆς Πίστεως ποὺ πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε; Καὶ ἐνθυμούμεθα τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Ὅσον ἀποδιΐσταμαι ἀπὸ τούτων, προσεγγίζω τὸν Θεόν»!

Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα παραθέσαμε καὶ μὲ δεδομένο τὴν ἀποτείχισή μας ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, ἀποτείχιση ποὺ ἀποτελεῖ καὶ μιὰ μορφὴ ἔντονης διαμαρτυρίας, ποὺ στοχεύει στὴν ἐπιστροφὴ ὅλων μας στὴν σώζουσα Πίστη

Ζητοῦμε ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους νὰ κατανοήσουν ἐπὶ τέλους ὅτι, μὲ τὴν ἀνοχή τους, ἐπιτρέπουν νὰ ζοῦν καὶ νὰ κολυμποῦν οἱ πιστοὶ ἀνέμελοι μέσα στὴν αἵρεση (ποὺ οἱ Ποιμένες τους κατέστησαν ἀόρατη) καὶ ἔτσι διαφθείρεται ἡ ὀρθόδοξή τους συνείδηση καὶ τίθεται σὲ κίνδυνο ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ὄχι τόσο (μόνο) ἀπὸ κάποιες αἱρετικὲς ὁμάδες ποὺ ἀριθμοῦν 10 καὶ 20 ὀπαδούς, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ εὐθύνη τῶν ἐπισκόπων, λοιπόν, γι’ αὐτὸ εἶναι τεράστια.

Γι’ αὐτὸ τοὺς ζητοῦμε νὰ ἀποκηρύξουν κάθε τι ἀντι-εὐαγγελικὸ καὶ αἱρετικὸ ποὺ μὲ τὴ στάση τους διευκολύνουν καὶ ὅλοι ἀνεχόμαστε ἐπὶ δεκαετίες. Νὰ θελήσουν νὰ σταματήσουν τοὺς Διαλόγους μὲ τὸν τρόπο ποὺ γίνονται, καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὸν προσφορότερο τρόπο ἀλλοιώσεως, συμβιβασμοῦ, ὑποβιβασμοῦ καὶ ἐντάξεως τῆς θεόθεν παραδεδομένης ὀρθοδόξου Πίστεως σὲ ἕνα συγκρητιστικὸ ἀηδὲς κρᾶμα ἑτερόκλητων θρησκευτικο-φιλοσοφικῶν ἰδεῶν, σύμφωνα μὲ τὶς δηλώσεις τῶν ἐπικεφαλῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἂς τοὺς θυμίσουμε συγκεκριμένες δηλώσεις τους:

Ὁ Πάπας Βενέδικτος «ἔδειξε πρόσφατα τὴν ἑτοιμότητά του νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν πολυμορφία στὴν ἐκκλησία καλώντας δυσαρεστημένους Ἀγγλικανοὺς νὰ γίνουν καθολικοί, διατηρώντας παράλληλα ὁρισμένες ἀπὸ τὶς παραδόσεις τους»37.

Ὁ Walter Kasper σὲ συνέντευξη ποὺ ἔδωσε (30/12/08) καὶ στὴν ἐρώτηση: «Εἶναι ἐφικτὸς ὁ στόχος τῆς ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας Ὀρθόδοξης καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας;», ἀπάντησε τὰ ἑξῆς ἀνατριχιαστικά: «Δὲν μιλᾶμε γιὰ ἕνωση Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν. Δὲν πρόκειται περὶ μείξεως τῶν δύο, ἀλλὰ περὶ τῆς ἀκεραίας ἀποκαταστάσεως τῆς κοινωνίας μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἑνότητα, διατηρώντας τὴν διαφορετικότητά μας. Δὲν πρόκειται περὶ ἑνωμένης Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ διατηρήσει τὴν παράδοσή της». Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση: «Πρὸ ὀλίγων μόλις μηνῶν, τὸν περασμένο Νοέμβριο, ὁ Καρδινάλιος Κάσπερ ἐδήλωσε χαρακτηριστικὰ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδίου του στὴν Λευκορωσία: “Δὲν θέλουμε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διαγράψουμε τὶς διαφορές, ἀλλὰ γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τελικὴ ἐντολή”»38.

Ἐπίσης, ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς πρόσφατα «ὑψηλόβαθμοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπιβεβαίωσαν δημοσίως, ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο τους -παρὰ τὴν διακοπὴ τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας- θεωρεῖ τὸν Παπισμὸ ὡς πραγματικὴ καὶ ἔγκυρη «᾿Αδελφὴ ᾿Εκκλησία», μὲ μυστηριακὴ χάρι, καὶ πιστεύει ὅτι ἀνήκει ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τῶν Λατίνων στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ»39.

Ὁ πατριάρχης Σερβίας Εἰρηναῖος, ἐξάλλου, εἶπε: «Ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος δὲν ἐπιδιώκει τὴν ἑνοποίηση (unification) τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ τὴν ἑνότητα ἐν τῇ διαφορετικότητι» καὶ πὼς «ὁ καθένας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἔχει τὴ γνώμη του»40.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Ἱερώνυμος ἀπάντησε σὲ ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἔγινε ἀπὸ δημοσιογράφο ἰταλικῆς ἐφημερίδας: «Εἶναι ἕνας διάλογος ποὺ χαρακτηρίστηκε ἐξαρχῆς ἀπὸ τὴν σοβαρότητα, τὴ σοφία …μιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς θετικῆς του πορείας. Εἰδικότερα σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας, ἐκεῖνο ποὺ θέλει νὰ ἐπιτύχει ἡ θεολογική ἐπιτροπή, εἶναι νὰ προσδιορίσει τὸ ρόλο καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ πρωτείου [τοῦ Πάπα]41.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Περγάμου Ἰωάννης ἔκανε λόγο γιὰ «προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές» (an adaptation from both sides) ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ἑνότητα! 42

Βέβαια ὑπάρχουν καὶ ἄλλες δηλώσεις τοῦ πρώην ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καὶ τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου, τὶς ὁποῖες γιὰ νὰ μὴ μακρύνουμε τὸν λόγο, καὶ ἐπειδὴ εἶναι γνωστότατες, παρασιωποῦμε.

Ζητοῦμε ἀπό τοὺς ἐπισκόπους νὰ ἐνθυμηθοῦν καὶ νὰ «ἀκούσουν», τί λέγουν ἐναντίον τῶν ἀντιπατερικῶς διεξαγομένων Διαλόγων ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος, Ἰωάννης Χρυσόστομος, Θεόδωρος Στουδίτης, Μᾶρκος Εὐγενικός, Γρηγόριος Παλαμᾶς κ.ἄ.

Παραθέτουμε, ἐδῶ, μόνο μία σημαντικὴ τοποθέτηση τοῦ ἱεροῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ ἀκριβῶς στὶς παραπάνω δηλώσεις καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται.

Ὅταν ὁ Βρυέννιος συζητοῦσε μὲ τοὺς Κυπρίους ἐπισκόπους τὰ περὶ ἑνώσεως μὲ τοὺς Λατίνους (παπικούς), τοὺς εἶπε ὅτι «μὲ τὴν ἔνορκη ὑποταγή τους» στὴν Ρώμη, «τὴν παραδοχὴ τῆς ἁγιότητος τοῦ πάπα καὶ τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸν Λατίνο ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας, βρίσκονται αὐτομάτως ἐκτὸς Ἐκκλησίας». Τότε ὁ «ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου παρατήρησε ὅτι ὁ τύπος τοῦ ὅρκου τους περιέχει τὶς λέξεις “σωζομένης τῆς πίστεώς μου”43, πρᾶγμα ποὺ δηλώνει ὅτι δὲν προδίδουν τὴν πίστη τους. Ὁ Βρυέννιος ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ δικαιολογήσει μία καθ’ ἑαυτὴ βλάσφημη ὁμολογία. Τότε ὁ ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου βεβαίωσε ὅτι ἡ ὑποταγὴ στὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ὅρκοι πιστότητος στὸν πάπα ἦταν ἐξωτερικὰ μόνο στοιχεῖα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὁ πιστὸς λαὸς τῆς νήσου ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὀρθόδοξα. Ὁ Βρυέννιος ὅμως ἀντέταξε ὅτι μιὰ τέτοια πεποίθηση εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη, διότι ”ὁ νεύματι μόνῳ τὸν Θεὸν ἀπαρνούμενος, ἀπωλείᾳ ὑπόκειται”»44.

Ζητοῦμε, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ἂν ἀκόμα αἰσθάνονται ὅτι εἶναι ποιμένες καὶ ἐντολοδόχοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νὰ μᾶς ἐνημερώσουν τί ἐπὶ τέλους πιστεύουν: ἀποδέχονται ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀποφανθεῖ καὶ πλεῖστοι Μητροπολῖτες δηλώνουν, ἢ ὅτι εἶναι ἰάσιμο σχῖσμα, ὅπως κάποιοι ἄλλοι διακηρύσσουν; Εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς παναίρεση καὶ ποιοί οἱ ἀρχηγοί του; Ἂς ἐξηγήσουν εὐθαρσῶς, γιατὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀρνεῖται νὰ πάρει θέση; Γιὰ νὰ μὴ στενοχωρήσει τὸν αἱρετίζοντα πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ἀρχιεπισκόπους καὶ ἐπισκόπους; Ἂν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος δὲν ἀπαντήσει σὲ ἕνα θέμα ποὺ ἀνήκει στὴν δικαιοδοσία της, ἀπὸ ποιούς θὰ πάρουμε ἀπάντηση;

Ζητοῦμε νὰ ἀποκηρύξουν τὴν θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι «ΜΙΑ καὶ διηρημένη» (ὅπως διατείνονται ὁ Μεσσηνίας καὶ οἱ πατριαρχικοὶ διὰ τοῦ μητροπολίτη Περγάμου) πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀποδέχτηκαν, ἀφοῦ ἀθώωσαν μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες τὸν Μεσσηνίας χωρὶς νὰ τὶς ἀποκηρύξει δημοσίως, ὅπως ἐπισήμως καὶ δημοσίως τὶς διεκήρυξε. Γιατί, ὅπως τώρα ἔχουν τὰ πράγματα, ἔχουν ἔμμεσα ἀποδεχθεῖ τὴν αἵρεση, ἀφοῦ στὸ σχετικὸ Ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δὲν ἀναφέρεται ὅτι ὁ Μεσσηνίας ἄλλαξε τοποθέτηση στὸ θέμα ἢ ζήτησε δημοσίως συγγνώμη γιὰ τὴν κακόδοξη θεωρία του. Ἂν λοιπόν, κάτι ἄλλαξε, πρέπει, ὅπως δημοσίως ὑπερασπίστηκε τὴν αἱρετικὴ δοξασία, ὑβρίζοντας μάλιστα ἕνα Μητροπολίτη καὶ ἕνα καθηγητὴ Πανεπιστημίου, ποὺ ὑπεστήριξαν τὴν ὀρθόδοξη θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ καὶ ὄχι διηρημένη», πρέπει καὶ δημοσίως νὰ ἀνακαλέσει καὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη.

Ζητοῦμε ἀπὸ ἐκείνους τοὺς κληρικοὺς καὶ μοναχούς, ποὺ πρόσφατα μᾶς ἐδίδασκαν τὸ δρόμο τῆς ἀποτειχίσεως ὡς ὁδὸ σωτηρίας, νὰ ἐνθυμηθοῦν τὴν πατερικὴ ἐπιχειρηματολογία ποὺ εἶχαν ὑπόψη τους, ὅταν μᾶς παρότρυναν γιὰ ἀποτείχιση.

Γιατὶ πράγματι, ὅλες αὐτὲς τὶς ἐνέργειες ἔχουν καταγγείλει ἀπὸ χρόνια πνευματικοί μας πατέρες ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ εἶχαν διαπιστώσει θεολογικά, ὅτι ἡ μόνη καὶ ἔσχατη ἐνδεδειγμένη ἐνέργεια κατὰ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν καὶ αἱρετιζόντων ἐπισκόπων, ἀφοῦ μόνο ἔτσι ἀποφεύγουμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε κι ἐμεῖς μὲ τὴν αἵρεση. Παραδόξως, ὅμως, ἐνῶ εἶχαν ἐξαγγείλει τὴν ἀποτείχιση, δὲν προχώρησαν στὴν ἐφαρμογή της. Καὶ ἐνῶ τοὺς ἔχουμε ἐπανειλημμένως ἐρωτήσει, γιατὶ δὲν προχωροῦν στὴν ἐφαρμογή της, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἕως τώρα διαμαρτυρίες, ὄχι μόνο δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ διαβλέποντες οἱ οἰκουμενιστὲς ἡγέτες τὴν διστακτικότητα, προχωροῦν σὲ ὅλο καὶ πιὸ ἀποκαλυπτικὲς οἰκουμενιστικὲς ἐνέργειες ἑδραιώσεως τῆς αἱρέσεως, οὐδὲν θεολογικὸ ἐπιχείρημα προσάγουν. Ἕνας δὲ ἐκ τῶν σεβαστῶν πατέρων ποὺ πρωτοστατεῖ ἐπὶ χρόνια στὸν ἀντι-οικουμενιστικὸ ἀγῶνα ἔγραψε: «Ὑπομείναμε τοὺς οἰκουμενισμοὺς ἐπὶ ἕνα αἰῶνα. Κάναμε ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ ἐλπίζαμε νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα, οἱ συμπροσευχές, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ σκανδαλισθέντες ἀδελφοί μας. Δὲν θὰ ἀφήσουμε καὶ ἄλλους νὰ φύγουν∙ Θὰ διακόψουμε τὴν κοινωνία μὲ ὅσους κοινωνοῦν μὲ τὸν ἀκοινώνητο, αἱρετικὸ καὶ σχισματικὸ πάπα».

Σὲ ἄλλο κείμενό του ἐπαινεῖ ἕνα ἀποτειχισμένο ἱερέα ποὺ εἶπε: «”Προτιμῶ νὰ καλλιεργῶ τὰ χωράφια μου, παρὰ νὰ συνεργήσω στὴν κατεδάφιση τῆς πίστεως καὶ νὰ πάω στὴν κόλαση μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ τοὺς ἐπισκόπους”. Τὰ λόγια αὐτὰ ἐκφράζουν τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν στάση ὅλων τῶν πιστῶν καὶ τῶν λαϊκῶν ἀπέναντι τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν πρεσβυτέρων σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ἐνισχύουν τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη». Ἐπαινεῖ ὡσαύτως καὶ «τὸν ἁγιορείτη Ἱερομόναχο Γαβριήλ», ὁ ὁποῖος «μὲ μία ὀλιγόλογη καὶ θαρραλέα Δήλωση καὶ Ὁμολογία διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Πολλοὶ πλέον «διαπιστώνουν ὅτι κινδυνεύει πλέον ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀληθείας, ὅτι οἱ μνημονευόμενοι στὴ Θ. Λειτουργία ἐπίσκοποι, ὡς ἐγγυητὲς τῆς ἐν τῇ πίστει ἑνότητος δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, δὲν εὑρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς πρὸ αὐτῶν Ἁγίους, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ εἶναι ἀκοινώνητοι, ὡς κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους».

Ἀλλὰ καὶ στὰ Πορίσματα τοῦ Συνεδρίου γιὰ τὸν ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ (τὸ 2004) διαβάζουμε: «ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ σχίσματος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας».

Καλοῦμε τὰ μοναστήρια καὶ τὶς ἀδελφότητες, ποὺ ὀρθοτομοῦν κατὰ τὰ ἄλλα τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, νὰ ἐφαρμόσουν ὅσα χρόνια τώρα διδάσκουν μὲ τὰ βιβλία τους: τὴν κατάδειξη τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν. Διότι ἂν συμβουλεύουν τοὺς πιστοὺς ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ τοὺς ἀποκρύπτουν τὴν αἵρεση, πόσο «ὑπακούουν» στὴν σχετικὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ὄχι μόνο περὶ ἐλέγχου, ἀλλὰ καὶ ἀπομακρύνσεως τῶν ὀρθοδοξούντων ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς;

Καλοῦμε, ἔπειτα τοὺς πιστούς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ σκεφθοῦν σοβαρὰ καὶ νὰ συζητήσουν τὰ παραπάνω θέματα ποὺ ἐκθέτουμε καὶ νὰ μὴν ἀναπαύσουν τὴν συνείδησή τους μὲ τὶς ἐξηγήσεις-δικαιολογίες ποὺ τοὺς δίνονται ἀπὸ κάποιους πνευματικοὺς Πατέρες καὶ κυρίως ἀπὸ Ἐπισκόπους, πὼς πρέπει νὰ ἔχουμε διάκριση, πὼς δὲν εἶναι τάχα καιρὸς τώρα γιὰ ἀποτείχιση, κ.λπ. Ὅλα αὐτὰ ἐπὶ χρόνια λέγονται, ἀλλὰ ἡ σοβαρὴ μελέτη τῶν Πατέρων ἀποδεικνύει ὅτι δὲν εὐσταθοῦν.

Ἔχουμε ὡς τώρα δεχθεῖ τὸν ἔλεγχο ἀπὸ κάποιους: Ποιοί εἶστε ἐσεῖς ποὺ διαφοροποιεῖσθε ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους πιστούς, καὶ μάλιστα τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες; Ἀσφαλῶς δὲν διατεινόμαστε ὅτι εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἀποτειχίζονται, ἀλλ’ ἐν ἐπιγνώσει τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ γιὰ νὰ μὴ προσθέσουμε καὶ μία ἀκόμα ἁμαρτία στὴ συνείδησή μας, ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες στὸ θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Ἀφοῦ, χάριτι Θεοῦ, γνωρίσαμε καὶ συνειδητοποιήσαμε ὅσα ὡς τώρα ἀναφέραμε, γιατί νὰ μὴ τὰ ἐφαρμόσουμε κατὰ δύναμη;

Ἐνθυμούμεθα ἐδῶ τὸν Ἅγιο Μάξιμο, ποὺ ὅταν παρουσιάστηκε καὶ ὑποστήριξε τὴν ὀρθὴ πίστη ἐνώπιον συγκλητικῶν καὶ λαοῦ, τοῦ ἔγινε ἡ ἐρώτηση: «Σὺ μόνος σώζῃ» καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ χαθοῦν; Αὐτὸς εἶπε: «Οὐδένα κατέκριναν» οἱ τρεῖς παῖδες ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν εἰκόνα τὴν χρυσῆ, ἂν καὶ ὅλοι προσκυνοῦσαν, διότι δὲν πρόσεχαν τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἐφρόντιζαν «ὅπως ἂν αὐτοὶ μὴ ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας». Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Δανιήλ, ὅταν τὸν ἔριξαν στὸν λάκκο τῶν λεόντων, δὲν κατέκρινε κανένα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν προσευχήθηκαν στὸν Θεὸ κατὰ τὸ θέσπισμα τοῦ Δαρείου, ἀλλὰ κοίταξε τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του καὶ προτίμησε νὰ πεθάνει παρὰ νὰ σφάλλει ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐλεγχθεῖ ἀπὸ τὴν συνείδησή του γιὰ παράβαση τῶν θείων νόμων («καὶ εἵλετο ἀποθανεῖν, καὶ μὴ παραπεσεῖν τῷ Θεῷ καὶ ὑπὸ τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως, ἐπὶ τῇ παραβάσει τῶν φύσει νομίμων»). Ἂς μὴν ἐπιτρέψει λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ σὲ μένα νὰ κατακρίνω κανένα ἢ νὰ πῶ, ὅτι μόνο ἐγὼ σώζομαι· «αἱροῦμαι δὲ ἀποθανεῖν, ἤ θρόησιν ἔχειν κατὰ τὸ συνειδός, ὅτι περὶ τὴν εἰς Θεὸν πίστιν παρεσφάλην καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον»45.

Μετὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο, θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ὁ ὁποῖος ἔγραφε: «Ὀρθόδοξοί ἐσμεν, κἄν ἄλλως ἁμαρτωλοί, ὦ μακαριώτατε, μηδ’ ὁτιοῦν ὕφεσιν ἔχοντες ἐν τούτῳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, πᾶσαν σύνοδον οἰκουμενικήν τε καὶ τοπικήν ἐγκεκριμένην τῇ ἀληθείᾳ μετὰ τῶν ἐκτεθέντων αὐταῖς ἁγίων κανόνων ἀσπαζόμενοι καὶ πᾶσαν αἵρεσιν καὶ αἱρετικὸν μυσαττόμενοι καὶ ἀναθεματίζοντες ... ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος, κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος. ἡμεῖς γὰρ καθαροί ἐσμεν παντὸς αἱρετικοῦ φρονήματος εὐχαῖς σου ἱερωτάταις, παναγέστατε»46.

Ἔτσι κι ἀλλιῶς, μιμούμενοι (ὅπως ἔχουμε ἐντολὴ) ὄχι ἀνθρώπους ἀμφιταλαντευόμενους περὶ τὴν Πίστη, ἀλλὰ Ἁγίους, ὅπως τοὺς συναγωνιστὲς τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι «δὲν τὰ λέμε αὐτὰ πεισματωδῶς, οὔτε ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπιβάλουμε τὴν δική μας γνώμη, (ἀλλὰ) ἐπειδὴ θέλουμε νὰ ἐλεήσουμε τὶς ψυχές μας καὶ ἐπειδὴ φοβόμαστε τὴν καταδίκη τοῦ Θεοῦ, ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ μὴ ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστι μας καὶ στερηθοῦμε τὴν κληρονομία τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν»47.

Δὲν κρύβουμε, βέβαια, πὼς ὑπάρχει μιὰ σκέψη ποὺ μᾶς ταλανίζει: Τόσοι μοναχοὶ καὶ γεροντάδες ποὺ ἔχουν «λιώσει» στὴν ἄσκηση καὶ λέγεται πὼς ἔχουν διάκριση, γιατί δὲν ἀποτειχίζονται; Μόνο ἐμεῖς, ἄραγε, καταλάβαμε –ἂν καὶ δὲν διαθέτουμε τὴν δική τους διάκριση καὶ ἁγιότητα–, τὴν ἀνάγκη γιὰ ἀποτείχιση; Καὶ δὲν πρέπει νὰ φοβηθοῦμε, ὅτι τέτοιες ἐνέργειες μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν σὲ σχῖσμα;

Ὡς πρὸς αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θὰ μπορούσαμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς, ἀφοῦ ὡς τώρα δὲν μᾶς ἔδωσαν ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση διακριτικοὶ γέροντες ἢ σύγχρονοι πατέρες, παρὰ τὶς ὀχλήσεις.

α) Ἂν προσέξουμε τὸν σχετικὸ ΙΕ΄ Ἱερὸ Κανόνα (καὶ τὰ ἑρμηνευτικὰ σχόλια ποὺ παραθέσαμε πιὸ πάνω), θὰ καταλάβουμε ὅτι ἐπαινεῖ ὅποιον προχωρήσει σὲ ἀποτείχιση, καὶ ξεκαθαρίζει τὰ θέματα. Λέγει ὅτι σχίσμα κάνουν ὅσοι χωρίζονται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο γιὰ κάποιο προσωπικό του ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, αὐτοὶ ποὺ διακόπτουν τὸ μνημόσυνον, ὅταν κηρύσσεται αἵρεση, ὄχι μόνον τοὺς ἀπαλλάσσει ὁ Ἱ. Κανὼν ἀπὸ πάσης ὑποψίας σχίσματος, ἀλλὰ καὶ τοὺς βεβαιώνει ὅτι ἐνεργοῦν σωστά, γιατὶ συντελοῦν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες καὶ αἱρετικούς, ἐκείνους δηλαδή, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀπεργάζονται τὴν κατάτμηση καὶ τὸν μερισμὸ τῆς Ἐκκλησίας: «Οἱ τοιοῦτοι …οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι» (ΙΕ΄ Κανὼν Πρωτοδευτέρας Συνόδου).

β) Οἱ περισσότεροι σύγχρονοι Πατέρες δέχονται τὸ μέτρο τῆς ἀποτειχίσεως ὑπὸ προϋποθέσεις• δέχονται ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος τρόπος διαμαρτυρίας πρὸς τὴν αἵρεση• δὲν τὸ ἀκολουθοῦν, ὅμως, καὶ δικαιολογοῦν τὴ στάση τους ἰσχυριζόμενοι: ἄλλοι, ὅτι δὲν εἶναι ἀκόμα καιρός• ἄλλοι, ὅτι δὲν ἔχει ἀκόμα προχωρήσει πολὺ ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ εἶναι ἀναστρέψιμη ἡ κατάσταση• ἄλλοι, ὅτι πρέπει νὰ βρεθοῦν πολλοὶ πιστοὶ ποὺ θὰ ἀποτειχιστοῦν ταυτόχρονα, γιατὶ τότε μόνο θὰ ἔχει ἐπιτυχία ἡ ἀποτείχιση• ἄλλοι, ὅτι πρέπει νὰ ξεκινήσει πρῶτα τὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν κι αὐτοί• ἄλλοι, πὼς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποτείχιση, ἂν δὲν ὑπάρχουν ἀποτειχισμένοι ἐπίσκοποι κ.ἄ.

Ἀλήθεια, ποιά ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐκδοχὲς περιέχονται στὸν παραπάνω Ἱ. Κανόνα; Ποιά ἀπὸ τὶς παραπάνω τοποθετήσεις ὀφείλεται σὲ «διακριτικὸ» καὶ ἅγιο γέροντα καὶ ποιά σὲ «μὴ διακριτικό»; Ποιά ἐμπιστοσύνη θὰ δείξουμε καὶ στοὺς καλοὺς ἐπισκόπους ποὺ παραδέχονται τὴν ὕπαρξη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ ὑποδέχονται μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων τὸν ἔξαρχο τῆς αἱρέσεως, πατριάρχη Βαρθολομαῖο, στὶς περιοδεῖες του στὴν Ἑλλάδα; Καὶ δὲν ἀποδείχθηκε πὼς ἡ τακτικὴ αὐτὴ στὴν πράξη συντελεῖ στὴν περαιτέρω ἀδρανοποίηση καὶ τῶν ἐναπομεινάντων ἰχνῶν ἀντιδράσεως τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐφησυχάζουν καὶ δὲν προβάλλουν οὐδεμία σοβαρὴ ἀντίδραση; Καὶ ποιά θέση ἐμεῖς θὰ ἀκολουθήσουμε; Τὴν τῶν ἀναποφάσιστων μεταξύ τους συγχρόνων «διακριτικῶν» γερόντων καὶ πατέρων, ποὺ διαφωνοῦν μεταξύ τους ὡς πρὸς τὴν ἀκολουθητέα γραμμὴ ἢ τῶν ὁμοφωνούντων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκτὸς ἂν περιμένουμε ἀπὸ κάποια σύναξη τῶν ἐπισκόπων (ποὺ τὸ φρόνημά τους ταυτίζεται μὲ τὸ αἱρετικὸ φρόνημα τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου) νὰ μᾶς συμβουλέψει τί θὰ κάνουμε!48

Ποιόν, λοιπόν, νὰ ἐμπιστευθοῦμε: τοὺς αἱρετικούς, ὅσους τοὺς ἀνέχονται (ἐξασκοῦντες καταχρηστικῶς τὸ μέτρο τῆς Οἰκονομίας) καὶ μᾶς ἀφήνουν προοδευτικῶς νὰ ἀφομοιωνόμαστε καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ ὅσους συμβουλεύουν ἀντικρουόμενες μεταξύ τους λύσεις, ὄχι ὅμως αὐτὴ τῶν Πατέρων, ἀπομακρύνοντάς μας ἔτσι ἀπὸ τὴν σωτήριο Πίστη; Ἡ ἀπάντηση τῶν Πατέρων διὰ στόματος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ εἶναι:

«Εἰ δὲ οἰκονομίας χάριν συναναιρεῖται τῇ κακοπιστίᾳ ἡ σωτήριος πίστις, χωρισμὸς Θεοῦ παντελής, ἀλλ᾿ οὐχ ἕνωσις Θεοῦ ἐστι τὸ τοιοῦτον εἶδος τῆς λεγομένης οἰκονομίας… Καὶ οὐ κατεδέξαντο οἱ θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν· ἀλλ᾿ εἵλκοντο μᾶλλον διώκεσθαι καὶ ἀποθανεῖν, ἢ σιωπῆσαι φωνὴν παραστατικὴν» τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. «Καὶ οὐδεὶς τῶν βασιλέων ἠδυνήθη μέσαις φωναῖς πεῖσαι τοὺς θεηγόρους πατέρας συμβιβασθῆναι τοῖς ἐπὶ αὐτῶν αἱρετίζουσιν» (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐξήγησις τῆς Κινήσεως, κεφ. Δ΄).

Μένουμε, ὡς ἐκ τούτου στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου λέγουν: «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος… κἂν ψωμίσῃ τὰ ὑπάρχοντα πτωχοῖς, κἂν ὄρη μεθιστᾷ, κἂν παραδῷ τὸ σῶμα εἰς καῦσιν, ἔστω σοι βδελυκτός. εἴ τις φαυλίζει τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας, οὓς ὁ Χριστὸς παρὼν ἐπλήρωσεν, ἔστω σοι ὡς ὁ ἀντίχριστος»49.

Ὡς τώρα διαπιστώσαμε ὅτι ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση καὶ ὁ καθένας θέλει νὰ ἀκολουθεῖται ἡ δική του «γραμμὴ» ἀντίδρασης, μὲ ἀποτέλεσμα στὸ τέλος νὰ μὴ ὑπάρχει καμιὰ «γραμμή», ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη τῶν οἰκουμενιστῶν! Καὶ εἶναι σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς γνωστὲς οἱ προειδοποιήσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ πληθυνθεῖ ἡ ἀνομία, ἡ σύγχυση καὶ ἐπίσης οἱ ψευδεπίσκοποι. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρῆσις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι θὰ προέρχονται «ἐξ ὑμῶν αὐτῶν». Διὰ τοῦτο (πάλι διδασκαλία καὶ συμβουλὴ τῶν Πατέρων εἶναι) νὰ εἴμαστε σὲ ἐγρήγορση καὶ νὰ ἐξετάζουμε τὴ βιοτὴ καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἐπισκόπων καὶ Ἀρχιεπισκόπων καὶ Πατριαρχῶν, ἂν «ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας», ἂν ἵστανται στὸν χῶρο τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ διδασκαλίας καὶ τῆς ὀρθοπραξίας. Καὶ ἂν διαπιστώσουμε ὅτι χωλαίνουν καὶ ἔχουν καταλύσει «μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων», ἂν ἔχουν παραβεῖ «ἕνα ἰῶτα ἢ μία κεραία» ἀπὸ τὰ τῆς Πίστεως καὶ τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν, νὰ ἀπομακρυνόμεθα ἐξ αὐτῶν50.

Συμφέρει νὰ παραιτηθοῦμε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ νὰ φύγουμε μακριά τους: ἂν σφάλλει σὲ θέματα Πίστεως, «φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι» λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει: «Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα και Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός»51. Εἶναι προτιμότερο νὰ διαβάζουμε τὶς Γραφὲς καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες στὸ σπίτι μας, παρὰ νὰ εὑρισκόμεθα «εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων»52. «Εἶναι προτιμότερο νὰ προσεύχεσθε στὸ Θεὸ στὰ σπίτια σας μόνοι, παρὰ νὰ συγκεντρώνεσθε στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς Λατινόφρονες. Εἰ δ’ ἄλλως, θὰ ὑποστῆτε τὴν ἴδια κόλασι μ’ αὐτοὺς»53.

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμη μία περίπτωση ἀκοινωνησίας: Ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 ἀναθεμάτισε τοὺς Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνο, ἀλλὰ καὶ τοὺς «ἐκείνοις ὁμόφρονας, καὶ ἁπλῶς ὅσοι τῆς συμμορίας αὐτῶν, ἀποκηρύκτους καὶ ἀποβλήτους ἔχομεν τῆς …τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, εἰ μὴ μεταμεληθεῖεν, καὶ τῷ ἀπὸ Χριστοῦ ἀναθέματι καθυποβάλλομεν, καὶ τοὺς κοινωνοῦντας τούτοις ἐν γνώσει ἀκοινωνήτους ἔχομεν, καὶ πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας τοὺς ἔχοντας ἀπογυμνοῦμεν. Τοὺς δ’ ὑπὸ τούτων συναρπαγέντας τε καὶ παρασυρέντας, καὶ μὴ τῶν ἐξάρχων τῆς αἱρέσεως ὄντας, ἀμεταμελήτους μὲν μένοντας, τοῖς ὁμοίοις καθυποβάλλομεν, μεταμεληθέντας δὲ γνησίως καὶ ἀναθεματίζοντας την τε ταύτην κακοδοξίαν… καὶ εἰς ἱερωσύνην ἀσμενέστατα προσιέμεθα. Ἀλλ’ καὶ εἴ τις ἕτερος τῶν ἁπάντων τὰ αὐτὰ φωραθείη ἢ φρονῶν ἢ λέγων ἢ συγγραφόμενος …κατὰ τῶν ἱερῶν θεολόγων καὶ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, τὰ αὐτὰ καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τις, εἴτε τῶν λαϊκῶν»54.

Καὶ πάλι ὁ ἱ. Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν κίνδυνο τοῦ νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ πίστη κάποιου ἀπὸ τὴν κάλπικη ἀγάπη τῶν αἱρετικῶν. Δὲν πρέπει, γιὰ χάρη τάχα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης, νὰ ἀποδεχόμεθα τὶς κακοδοξίες καὶ τὴ φιλία τῶν αἱρετικῶν. Ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν βλάπτουν ἐμᾶς οἱ φιλίες μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὅμως αὐτὸ μπορεῖ νὰ σκανδαλίσει κάποιο ἄλλο μέλος τῆς Ἐκκλησίας: «Δέος γὰρ μή τις παραφθαρῇ ὑπὸ τῆς τῶν αἱρετικῶν ἀγάπης… Ἵνα μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε. Πῶς οὖν ἀλλαχοῦ φησιν, Εἰ δυνατὸν, μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύετε; Εἰρηνεύετε, εἶπεν, οὐ τοῦτο δηλῶν, ὅτι Οὐχ οὕτως ἀγαπᾶτε, ὥστε ὑπὸ τῆς φιλίας βλάπτεσθαι· Εἰ γὰρ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, φησὶν, ἔκκοψον αὐτὸν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· ἀλλ', Ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς, τὸ κατὰ Θεὸν δηλονότι, καὶ ἀπρόσκοποι, τὸ κατὰ ἀνθρώπους. Πολλοὺς γὰρ πολλάκις αἱ φιλίαι βλάπτουσιν. Εἰ γὰρ καὶ σὲ οὐδὲν βλάπτει, φησὶν, ἀλλ' ἕτερος προσκόπτει. Εἰς ἡμέραν Χριστοῦ· τουτέστιν, Ἵνα τότε εὑρεθῆτε καθαροὶ, μηδένα σκανδαλίσαντες· Πεπληρωμένοι καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς δόξαν καὶ ἔπαινον Θεοῦ· τουτέστι μετὰ τῶν δογμάτων καὶ βίον ὀρθὸν ἔχοντες» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμν. Εἰς Φιλιππ., T.L.G., v. 62, pg 191, ln 21, v. 62, pg 177, ln 37t).

Συνεπῶς, καθόσον ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, οἱ Περγάμου Ἰωάννης, Δημητριάδος Ἰγνάτιος, Μεσσηνίας Χρυσόστομος θεωροῦν τὸν Παπισμὸν «ἀδελφὴν ἐκκλησίαν», εἴτε διδάσκουν τὴν «Βαπτισματικὴν θεολογίαν», εἴτε καταλύουν τὸ ἔνατο ἄρθρο τῆς Πίστεως καὶ διδάσκουν περὶ «διηρημένης ἐκκλησίας», εἴτε ἀνέχονται τὴν «μεταπατερικὴ θεολογία» (καὶ ὄχι μόνο) καί δίδουν «κοινὴν μαρτυρίαν πίστεως» μὲ τὸν Πάπα καὶ τὸ Π.Σ.Ε., ὅλοι αὐτοὶ γιὰ τοὺ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκοινώνητοι. Γιατὶ δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο πνεῦμα τῶν Ἁγίων καὶ Πατέρων, τὸ ἴδιο πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως.

Ὁ ἱ. Χρυσόστομος διαβεβαιώνει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἴμαστε ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, χωρὶς νὰ ἔχουμε τὸ ἴδιο πνεῦμα τῆς Πίστεως. «Ἓν πνεῦμα, καλῶς εἶπε, δεικνὺς ὅτι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σώματος ἓν πνεῦμα ἔσται, ἢ ὅτι ἔστι μὲν σῶμα εἶναι ἕν, οὐχ ἓν δὲ πνεῦμα· ὡς ἂν εἴ τις καὶ αἱρετικῶν φίλος εἴη· ἢ ἀπὸ τούτου πρὸς ὁμόνοιαν δυσωπεῖ, τοιοῦτό τι λέγων· Οἱ ἓν πνεῦμα λαβόντες, καὶ ἐκ μιᾶς ποτισθέντες πηγῆς, οὐκ ὀφείλετε διχονοεῖν...» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμν. Εἰς Ἐφεσίους, T.L.G., v. 62, pg 79, ln 41). Ὡς ἐκ τούτου, ὅσοι ἔχουν φιλία μὲ αἱρετικούς, δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν ἕνα πνεῦμα μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς διαχρονικῆς Ἐκκλησίας.

Ὡς ἐκ τούτου δὲν ἰσχύει ἡ ἔνσταση ἐκείνων ποὺ ἰσχυρίζονται πώς, ὅσοι διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν ἢ αἱρετιζόντων ἐπισκόπων καὶ ἀποτειχίζονται ἀπ’ αὐτούς, δημιουργοῦν σχίσμα55.

Σχίσμα δημιουργοῦν αὐτοὶ ποὺ σχίζονται, ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ὄχι αὐτοὶ ποὺ ἐμμένουν στὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια. Γιατὶ ὅσοι ἐμμένουν στὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τὸ μόνο ποὺ ζητοῦν εἶναι ἡ ἀπομόνωση τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν διασπορὰ τῆς αἱρέσεως μολύνουν τοὺς πιστούς καὶ ἐργάζονται τὸ ἔργο τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.

Οἱ ἁγιορεῖτες ἐπί Βέκκου Πατέρες στὴν γνωστὴ ἐπιστολή τους πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ γράφουν: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται; Καὶ τί ἂν εἴη ταύτης τῆς “οἰκονομίας” ζημιωδέστερον;»56. Καὶ ὁ Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας: «Οἱ μὲν τέλεον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν• οἱ δέ, εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται… Καὶ ἡ καταιγὶς τῆς αἱρέσεως κορυφουμένη κορυφοῦται ὁσημέραι» (P.G. 99, 1164Α, Β).

Τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ τῆς ἀποφυγῆς ἐκείνων ποὺ κακοδοξοῦν, δὲν διαχωρίζεται στὴν πρὶν καὶ μετὰ τὴν καταδίκη τους ἀπὸ ὀρθόδοξο Σύνοδο περίοδο, ἐπειδὴ ἡ νόσος καὶ ὁ μολυσμὸς τῆς αἱρέσεως δὲν κάνει διακρίσεις, ἀλλὰ ἀντίθετα ἡ μέχρι τὴν καταδίκη τους περίοδο ἴσως εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνη, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχουν ἐπισήμως καταδικασθεῖ καὶ θεωροῦνται ὀρθόδοξοι. «Ταῦτα ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος … παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. "οὐ γάρ", ἔλεγε, "σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…"»57.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν παράθεση χωρίων58 ἀπὸ ἄλλους Πατέρες), εἶναι διαφωτιστικὸς ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο: «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου, ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C)59.

Ἡ ἀντίδραση, λοιπόν, τῶν πιστῶν εἶναι ἐξ ἴσου ἀναγκαία καὶ πρὶν καὶ μετά τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως. Ἡ διαφορὰ εἶναι, ὅτι πρὶν τὴν καταδίκη, τὰ πράγματα εἶναι συγκεχυμένα. Εἶναι ἄδηλον, πολλὲς φορές, ἂν ἡ ἐκφερομένη κακοδοξία ἐκφράζει μιὰ ἀστοχία ποὺ ὁ ἐν ἀγάπῃ διάλογος καὶ ἡ κατανόηση μποροῦν νὰ τὴν θεραπεύσουν, ἢ μιὰ αἵρεση παγιωμένη καὶ ἐπικίνδυνη, ποὺ εἴτε διαδίδεται κρυπτόμενη κάτω ἀπὸ διφορούμενες ἐκφράσεις, εἴτε ἐκφέρεται μὲ φανερὰ κακόδοξες προτάσεις καὶ κηρύττεται ἀπροκάλυπτα «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καὶ μὲ ἐμμονὴ ἑωσφορική.

Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ ὅρια δὲν εἶναι εὐδιάκριτα σὲ ὅλους καὶ ὁ καθένας κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ πίστεως καὶ γνώσεως, ἢ τὶς διαφορετικὲς προϋποθέσεις καὶ συναισθηματικὲς τοποθετήσεις ποὺ ἔχει πρὸς τὸν αἱρετίζοντα, ἡ ἀντίδραση τῶν πιστῶν εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν γνωστοποίηση τῆς αἱρετικῆς δοξασίας στοὺς ὑπεύθυνους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ μιὰ πρώτη πληροφόρηση ὅσων πιστῶν δὲν τὴν γνώριζαν, ὥστε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ σὲ ἕνα πρῶτο στάδιο. Ἕως ὅτου, λοιπόν, μία Σύνοδος ἀποφανθεῖ καὶ καταδικάσει ἐπίσημα τοὺς αἱρετικούς, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ τὰ μυστήρια τους ὡς ἔγκυρα, διότι διαφορετικὰ σὲ κάθε πραγματικὴ ἢ νομιζόμενη καὶ κατὰ φαντασίαν αἱρετικὴ ἀπόκλιση, ὁ κάθε πιστὸς θὰ ἀμφέβαλε γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων.

Ἡ ἐγκυρότητα, λοιπόν, τῶν μυστηρίων, εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τῶν πιστῶν, ἀντίδραση ἐννοούμενη πάντα, μέσα στὰ πλαίσια τῶν Ἱερῶν κανόνων. Ἐν τούτοις οἱ Πατέρες ἐπισημαίνουν, ἕνα κάποιο μολυσμὸ ποὺ ἐπέρχεται σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν αἱρετίζοντα. Καὶ ὁ μολυσμὸς αὐτὸς μπορεῖ νὰ νοηθεῖ α) εἴτε ὡς μολυσμὸς ποὺ ὀφείλεται στὸν ἐπηρεασμὸ ποὺ ἀσκεῖ ὁ αἱρετίζων πρὸς τὸ περιβάλλον του, ἀφοῦ αὐτοὶ γίνονται κοινωνοὶ τῆς διδασκαλίας, τῶν ἔργων καὶ ἐν γένει τοῦ ἤθους του, β) εἴτε ὡς μολυσμὸς μυστηριακός, κατὰ τὴν διδασκαλία π.χ. τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχε ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρικῆς καὶ ἁγίας βιοτής του μᾶς βεβαιώνει γι’ αὐτό. Παρόμοιες ἐμπειρίες εἶχαν καὶ ἄλλοι Ἅγιοι (ὅπως π.χ. ὁ Μ. Ἀντώνιος).

Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ κοινωνῶν ἀναξίως «κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει». Κατ’ ἀναλογίαν μποροῦμε, νομίζω, νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ «κοινωνῶν» μὲ τὸν μὴ καταστάντα ἀκόμα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «ἀκοινώνητον», ἐφ’ ὅσον γνωρίζει τὴν βαρύτητα τῶν κακοδοξιῶν του, μὲ τὴν κοινωνία αὐτὴ τὸν ἀνέχεται καὶ τὸν καταξιώνει. Τὰ ὑπόλοιπα ὡς πρὸς τὰ θέματα αὐτά, καλὸ εἶναι νὰ μᾶς τὰ διασαφηνίζουν οἱ κεκαθαρμένοι καὶ ἅγιοι πατέρες καὶ ὄχι ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς· γι’ αὐτὸ στὸ θέμα αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε περισσότερα.

Ἂς δοῦμε καὶ κάποιες ἄλλες θέσεις τῶν Ἁγίων στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς:

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει ἐπικίνδυνη (καὶ ἀπατηλὴ) τὴν συμπεριφορὰ κάποιων Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι διαβεβαίωναν ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Ἀρείου καὶ ὑποστήριζαν πὼς οἱ ἴδιοι ἔχουν ὀρθοδοξο φρόνημα, ἀλλ’ ὅμως, ἐπικοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικὰ καὶ συμπροσεύχονταν μὲ τοὺς ἀρειανόφρονες· συμβουλεύει, λοιπόν, ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτούς. (Ἂν ἀντικαταστήσετε τοὺς ἀρειανόφρονες μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ τοὺς οἰκουμενιστές, θὰ ἀντιληφθεῖτε ποία στάση μας συμβουλεύει να κρατήσουμε, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι, ποὺ εἴμαστε μὲν ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ θέλουμε νὰ τηρήσουμε τὴν ὀρθόδοξη κληρονομία τῶν Ἁγίων μας).

Δὲν πρέπει, συνεχίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, νὰ ἔχετε ἐπικοινωνία καὶ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιατὶ ὅσοι βλέπουν ἐσᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ συγκεντρώνεστε μὲ τοὺς ἀρειανόφρονες καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖτε ἄνετα μαζί τους, θὰ ἀποκομίσουν τὴν ἐντύπωση ὅτι τοῦτο εἶναι ἀκίνδυνο καὶ θὰ κάνουν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο, καὶ ἔτσι, θὰ περιπέσουν στὸ βόρβορο τῆς αἱρετικῆς ἀσεβείας: «τινὲς δἐ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, συγκαταβαίνοντες δέ, καὶ μετ' αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό... Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον».

Καὶ παρακάτω γράφει: Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ αὐτό, νὰ ἀποφεύγετε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ ὅσους φανερὰ συμμερίζονται καὶ πιστεύουν τὰ ἀσεβῆ δόγματα τοῦ Ἀρείου, ἐκείνους δὲ ποὺ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν ἀποδεχτεῖ τὴν ἀρειανικὴ διδασκαλία, ἀλλ’ ὅμως ἐπικοινωνοῦν μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν, ἀπ’ αὐτοὺς ἀρχικὰ να φυλάγεσθε. Καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἐμεῖς ποὺ ὀρθοφρονοῦμε, πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, μὲ ἐκείνους, τῶν ὁποίων τὸ φρόνημα ὡς κακόδοξο ἀπορρίπτουμε. «Ἵν' οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε …τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάττεσθαι• καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν».

Καὶ ἐν συνεχείᾳ: Ἐὰν λοιπόν, κάποιος, ἀπὸ τὴν μία μεριὰ προσποιεῖται ὅτι ἀποδέχεται καὶ ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ἐπικοινωνεῖ φανερὰ μὲ τοὺς ἀρειανούς, αὐτὸν νὰ τὸν προτρέψετε νὰ σταματήσει αὐτὴν τὴν διπλοπρόσωπη συνήθεια. Καὶ ἐὰν μὲν ἀκούσει τὴν προτροπή σας καὶ τὸ ὑποσχεθεῖ, νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό· ἐὰν ὅμως, ἐπιμένει σ’ αὐτὴ τὴν ἀσεβῆ συμπεριφορά του, καὶ μὲ ἐριστικότητα ἐπιχειρηματολογεῖ ὑπὲρ τῶν θέσεών του, ἀφῆστε τον καὶ ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ’ αὐτόν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον συμπεριφερόμενοι, ἐσεῖς μὲν θὰ διατηρήσετε καθαρὴ τὴν πιστή, καὶ ἐκεῖνοι, βλέποντας τὴν στάση σας θὰ ὠφεληθούν, γιατὶ θὰ φοβηθοῦν μήπως θεωρηθοῦν ὡς ἀσεβεῖς καὶ ὡς ἔχοντες τὰ αὐτὰ φρονήματα μὲ τοὺς αἱρετικούς: «Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε. Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστιν διατηρήσετε· κακεῖνοι βλέποντες ὑμᾶς ὠφεληθήσονται, φοβηθέντες μὴ ἄρα ὡς ἀσεβεῖς καὶ τὰ ἐκείνων φρονοῦντες νομισθῶσιν»60.

Ὡς μόνη ἐλπίδα νὰ διορθωθοῦν τὰ κακὰ στὴν Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, τὴν ἐμμονὴ στὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς παρανομοῦντας Ἐπισκόπους, ποὺ εἶχαν πάρει στὰ χέρια τους τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία61. Ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ἐδῶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, προτρέπει σὲ διακοπὴ κοινωνίας, ὄχι γιατὶ ὑπάρχει κάποια αἵρεση, ἀλλὰ ἐλαφρότερα θέματα δικαιοσύνης, διοικητικὰ καὶ ἐκκλησιολογικά.

«Οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτῶν ἔσχον (=εἶχαν) τόσον μεγάλην “εὐλάβειαν”, ὥστε ἀπέφευγαν καὶ νὰ συνομιλοῦν ἀκόμη μὲ ἐκείνους ποὺ ἐνόθευαν τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως» (Ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ ψευδωνύμου γνώσεως, Γ΄ 3, 4, ΒΕΠΕΣ 5, 144 (15-22).

Ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας, σύγχρονοι Πατέρες τὴν ἴδια Πίστη καὶ Παράδοση ἀκολουθοῦν, τουλάχιστον ἐν λόγοις. Σὲ «Διακήρυξη κληρικῶν καὶ μοναχῶν» ποὺ πρὸ ἐτῶν δημοσιεύτηκε, διαβάζουμε: «Τὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὡς καὶ τῆς ἐν συνεχείᾳ κοινωνίας μὲ τοὺς κοινωνοῦντες, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ ἀποβαίνουν ἀκοινώνητοι, εἶναι τὸ μεῖζον καὶ ἐπεῖγον θέμα στὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα νοσεῖ ἐπικίνδυνα• ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν νόσο εἴμαστε ὅλοι, ὄχι μόνον οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ ὅσοι κοινωνοῦμε μὲ τοὺς κοινωνοῦντες• ἡ ἐκτροπὴ καὶ ἡ παράβαση μοιάζει μὲ τὰ συγκοινωνοῦντα δοχεῖα…»62.

Ἡ δὲ Σύνοδος τοῦ 1351: «Τοὺς κοινωνοῦντας τούτοις [τοῖς παπικοῖς] ἐν γνώσει ἀκοινωνήτους ἔχομεν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Τί ποιεῖς ἄνθρωπε; Παρεβάθη ὁ νόμος, κατεφρονήθη σωφροσύνη, πλημμελήματα τοσαῦτα ἐτολμήθη παρά τινος τῶν ἱερωμένων, τὰ ἄνω κάτω γέγονε καὶ οὐ φρίττεις;… οὐκ ἀλγεῖς; οὐκ ἐπιτιμᾷ…, ἀλλὰ κοινωνεῖς;» (Ρ.G. 55, 252).

Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ζωντανὸ παράδειγμα ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καὶ ἀποτειχίσεως ἀπὸ πατριάρχες καἰ ἐπισκόπους αἱρετίζοντες. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ κανονικὸς ὀρθόδοξος πατριάρχης Καλέκας ἐνέκλεισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στὴν φυλακὴ τῶν ἀνακτόρων «ὡς κακοῦργο», ἀργότερα δὲ (τὸ 1344) δὲν δίστασε ὁ «ὀρθόδοξος» Πατριάρχης Καλέκας (ἦταν τόσο ὀρθόδοξος, ὅσο εἶναι σήμερα ὁ κ. Βαρθολομαῖος), ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀναθεματίσει τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. Τὸν ἀναθεματισμὸ δὲ αὐτὸν ὑπέγραψαν πολλοὶ ὀρθόδοξοι κατὰ τὰ “ἄλλα” ἐπίσκοποι.

Ποιός, ὅμως, ἦταν ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἢ ὁ πατριάρχης Καλέκας; Ὁ ἅγ. Γρηγόριος θεωρεῖ τὸν πατριάρχη Καλέκα ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ ὅσα ἔχει κάνει. Ἔτσι –γράφει– «ὅποιος εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστι»63.

Ὅταν ὁ πατριάρχης Καλέκας ἀφόρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ τοὺς ὁμόφρονές του (1344), ὁ Ἰωσὴφ Καλόθετος (συγκαταλεγόταν καὶ αὐτὸς στοὺς διωχθέντες) ἔγραφε: Ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ αὐτὸς (ὁ Καλέκας) ἰσχυρίζεται πὼς μᾶς ἔχει ἀποβάλει; Μήπως ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων; Ἀσφαλῶς ὄχι, γιατὶ ἐμεῖς συμφωνοῦμε μαζί της καὶ εἴμαστε διατιθεμένοι νὰ πάθουμε ὁ,τιδήποτε γι’ αὐτήν. Ἑπομένως δὲν μᾶς ἔχει ἀποβάλει ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀλλ’ ἐκείνη «ἣν αὐτὸς ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν καὶ νεοφανῆ δόγματα» ποὺ αὐτός συνέστησε.

Καὶ ἐρωτᾶ: Ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ εἶσαι ἐσὺ (καὶ οἱ δικοί σου) Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων; Ἀπὸ τὸ ὅτι δωροδοκεῖς; Ἀπὸ τὸ ὅτι ἐξαγοράζεις τὶς δίκες; Ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν κάνεις διάκριση μεταξὺ τῶν ἀνιέρων καὶ τῶν ἁγίων; Ἀπὸ ὅτι ἐπιτρέπεις τὴν εἴσοδο τοῦ ἱεροῦ σὲ ὅλους τοὺς μολυσμένους καὶ βέβηλους;… Ἀπὸ τὸ ὅτι πωλεῖς τὴν χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος; «Ἀπὸ τοῦ πληρῶσαι τὴν ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως»; Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινες ἐργαστήριον κάθε ψεύδους, κάθε συκοφαντίας, ὁποιουδήποτε φαύλου πράγματος,… πλεονεξίας, ἱεροσυλίας,… ἔπειτα χειροτονεῖς καὶ τὸν ἑαυτό σου Ἐκκλησία; Αὐτὰ ἰσχυρίζοντο καὶ οἱ αἱρετικοὶ Νεστόριος καὶ Μακεδόνιος: «Εἶτα καί ἐκκλησίαν σεαυτόν -ὤ τοῦ θράσους! –χειροτονεῖς, οὐκ εἰδὼς ὅτι καὶ Νεστόριος καὶ Μακεδόνιος τάχ’ ἂν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὃ καὶ αὐτὸς ἰσχυρίζεσαι. Ἔσχον γὰρ καὶ αὐτοὶ τὴν αὐτὴν αὐτῷ σοι καθέδραν». Σὲ ἄλλο σημεῖο χαρακτηρίζει τὴν ψευδοεκκλησία τοῦ Καλέκα «σφαλερὰν καὶ πόρω Θεοῦ βάλλουσαν». Τέτοιου εἴδους τοῦ λέγει εἶναι «ἡ κατά σὲ ἐκκλησία, ἣν πρῴην ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω» καὶ προτρέπει: ὁ πατριάρχης «δεῖ ὑποταγῆναι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἧς πρὸ ὀλίγου ἀφηνίασεν ἀποσκιρτήσας».

Καὶ ἐπειδὴ εἶχε διαπράξει ὅλα αὐτὰ ἡ «ἐκκλησία» τοῦ Καλέκα, ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ συνιστοῦσε: «Ἀποκοπτέον ἡμᾶς τῆς ἐκείνου κοινωνίας». Προσέθετε δὲ ὅτι χρειάζονται πηγὲς δακρύων γιὰ νὰ κλαύσῃ κανεὶς τὸ «σύντριμμα» τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καινοτομία τῆς πίστεως»64.

Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «Γιὰ τὸν συνήγορο τοῦ ψεύδους ποιός κλῆρος, ποιά μερίδα, ποιά γνησιότητα ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει; Τὴν Ἐκκλησία ποὺ κατὰ τὸν Παῦλον, εἶναι “στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας”, ἡ ὁποία καὶ μένει, μὲ τὴ χάρι τοῦ Χριστοῦ, διαρκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, παγίως ἐστηριγμένη σὲ ἐκεῖνα, ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια; Διότι πράγματι, ὅσοι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τῆς ἀληθείας· καί ὅσοι δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας, δὲν εἶναι οὔτε τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καὶ τόσο περισσότερον, ὅσον αὐτοὶ ψεύδονται στὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό τους, ἀποκαλώντας τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ποιμένες καὶ ἀρχιποίμενες ἱερούς· ἔχομε διδαχθῆ ὅμως ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς Πίστεως».

Σύμψυχη καὶ σύμφωνη καὶ ἡ γνώμη καὶ ἡ στάση καὶ τὸ μαρτύριο καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου. «Γενομένης, μεταξὺ τοῦ κυρίου ἀββᾶ Μαξίμου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, καὶ τῶν ἀρχόντων ἐπὶ σεκρέτου» συζητήσεως, τοῦ ἔλεγαν: «Ταῦτα λέγων ἔσχισας τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· Εἰ ὁ λέγων τὰ τῶν ἁγίων Γραφῶν, καὶ τὰ τῶν ἁγίων Πατέρων σχίζει τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ ἀναιρῶν τὰ τῶν ἁγίων δόγματα, τί δειχθήσεται τῇ Ἐκκλησίᾳ ποιῶν, ὧν χωρίς, οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο, Ἐκκλησίαν εἶναι δυνατόν;»65.

Εἶναι χαρακτηριστικὴ καὶ «ἀπό ὀρθοδόξου οἰκουμενικῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως σημαντική» ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρὸς τὸν αἱρετικό-μονοθελήτη Πατριάρχη Κων/πόλεως Πέτρο, ὅταν ὁ τελευταῖος τοῦ ὑπέδειξε ὅτι ὅλες οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες ἑνώθηκαν στὴν αἵρεση καὶ τὸν ἀπείλησε λέγοντας: «Ἄν λοιπὸν εἶσαι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώσου, μήπως καινοτομώντας παράξενο τρόπο ζωῆς πάθης αὐτὸ ποὺ δὲν περιμένεις». Τότε ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπήντησε «Ὁ τῶν ὅλων Θεὸς ἀπεφάνθη ὅτι Καθολική Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως σὲ Αὐτόν, μακαρίζοντας τὸν Πέτρο γιὰ ὅσα εἶπε, ὁμολoγώντας Αὐτὸν καλῶς».

Αὐτῆς τῆς, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο, Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς "σωτηρίου ὁμολογίας τῆς εἰς τὸν Χριστόν Πίστεως" εἶναι παντελῶς ἀλλότριοι καὶ μακρὰν οἱ Οἰκουμενιστές, ποὺ ποικιλοτρόπως ἰσοπέδωσαν καὶ κατεπάτησαν τὴν Ὀρθοδοξία ἐπὶ τοῦ βορβορώδους πεδίου τῶν ἀπὸ αἰώνων αἱρέσεων, τὶς ὁποῖες κατεδίκασεν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»66.

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης στὴν «Ἐπιστολὴν στηρικτικὴν» γράφει πρὸς τοὺς ὑποδουλωθέντας Χριστιανοὺς τὶς παραμονὲς τῆς πτώσεως τῆς Θεσσαλονίκης, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ «πρὸ πάντων ἀναγκαιότερον φυλάσσειν αὐτοῦ καθαρὰν καὶ ἀκλινῆ τὴν ὁμολογίαν. Χωρὶς γὰρ τούτου τὰ πάντα εἰσὶ νεκρά... Οὕτω χωρὶς τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως οὐδὲν ὄφελος ἔσται...» καὶ «ὃ δοκεῖ ἐνεργεῖν (χωρὶς τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ) τοῦ πονηροῦ ἐστι ἐξαπάτη καὶ τῆς πλάνης ὑπάρχει καρπός». Καὶ ἀκόμη «οὐδὲ ἀγαθὰ εἰσιν ἃ δοκεῖ ποιεῖν ὁ ἄπιστος ἀγαθά, πονηρία δὲ μᾶλλον καὶ εἰς Θεοῦ παραλύπησιν» (Ἁγ. Συμεών, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἔργα Θεολογικά, Ἀνάλεκτα Βλατάδων, 1981, σελ. 113)67.

Τί ἀλήθεια νὰ πρωτοθυμηθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων; Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέγει: «Παραγγέλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς (=νὰ κόπτετε κάθε πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν ἐκκλησιαστικῶς) ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν» (Β’ Θεσ. γ’ 6). Καὶ στὴν πρὸς Τιμόθεον: «Ὦ Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἥν τινες ἐπαγγελόμενοι περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν» (Α’ Τιμ.στ’ 20-21).

Ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν». «Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ, καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης»68.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ἀκολουθώντας τὸν Μ. Ἀθανάσιο, ἀπαγορεύει τὴν «κοινωνία» ὄχι μόνο μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ἐπικοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς. Λέγει: «τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν»69. Καὶ ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως, ἅγιος Γερμανὸς ὁ νέος, συμβουλεύει τὴν ἀποχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ ἐκείνους τοὺς «ὀρθόδοξους» ποὺ κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς Λατίνους. Συμβούλευε ἀκόμα τοὺς λαϊκούς, νὰ φεύγουν ὁλοταχῶς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ ἔδειξαν ὑποταγὴ στοὺς Λατίνους, καὶ μήτε σὲ Ἐκκλησία ποὺ ἐκεῖνοι λειτουργοῦν νὰ πηγαίνουν, μήτε νὰ παίρνουν εὐλογία ἀπὸ τὰ χέρια τους. Καλύτερα νὰ προσεύχεστε μόνοι στὰ σπίτια σας, παρὰ νὰ συγκεντρώνεστε στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς λατινόφρονες κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.

Τὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ τὴν ἴδια ἀντίδραση βλέπουμε καὶ σὲ ἄλλες ἐποχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Π.χ., ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, στέλνει ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ σὲ μία λαϊκὴ χριστιανή, τὴν σπαθαρία Μαχαρᾶ, ἡ ὁποία τοῦ ἔγραψε ὅτι ἐπὶ πολλὰ χρόνια σπανίως μετελάμβανε. Ὁ Ὅσιος τῆς ἀπαντᾶ ὅτι ἂν ἡ αἰτία ποὺ δὲν μεταλαμβάνει ὀφείλεται στὴν ὕπαρξη τῆς αἱρέσεως τῶν μοιχειανῶν70,τότε εἶναι ἀναγκαῖο νὰ μὴ μεταλαμβάνει ἀπὸ αἱρετίζοντες. Διότι τὸ νὰ μεταλάβει ἀπὸ αἱρετικὸ ἢ δημοσίως διαβεβλημένο ἱερέα ἢ Ἐπίσκοπο τὴν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν συγκαταριθμεῖ μὲ τὸν διάβολο. Σὲ καιρό, λοιπόν, αἱρέσεων, «οἱ ὁποῖες μάλιστα δραστηριοποιοῦνται μέσα στὴν Ἐκκλησία», πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντας, ἀφοῦ τὰ «μυστήρια μολύνονται μὲ μόνη τὴ μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν εἶναι καθ’ ὅλα ὀρθόδοξος ὁ ἱερεὺς ὁ ὁποῖος τελεῖ τὴν Λειτουργία»71.

Οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, χαρακτηρίζουν τὸν πάπα “αἱρετικὸ” καὶ «ἐπισημαίνουν μὲ ἔμφασι τὴν βλάβη ποὺ θὰ ὑποστῆ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους». Στὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων μιλοῦν μὲ ἐπιτιμητικὸ ὕφος καθὼς ἔχουν διαπιστώσει κοινωνία ἐπισκόπων μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους. «Σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες οἱ κοινωνήσαντες ἐπίσκοποι τοῖς αἱρετικοῖς καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθολικῇ ἀπωλείᾳ ὑποβάλλοντες ἅμα μὲν καὶ τῆς ἱερωσύνης στεροῦνται καὶ ἐκκήρυκτοι γίνονται, ἤτοι πᾶσι δῆλοι ὡς ἀπεκεκομμένοι τοῦ ὀρθοδόξου σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (Χρ. Ἀραμπατζῆ, Ἡ Σύνοδος της Λυών, 1274. Πρόσωπα καὶ Θεολογία).

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ πρὶν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου, παρενέβη μὲ ἐπιστολή του στὰ πράγματα ἄλλου Πατριαρχείου καὶ προέτρεπε τοὺς ὀρθοδόξους τῆς Κων/πόλεως: «ταύτην ἑαυτοῖς ἀναζωπυροῦντες ἀεὶ τὴν πίστιν, ἀσπίλους καὶ ἀμώμους ἑαυτοὺς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην φρονεῖν ἕλοιτο τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ' αὐτοῦ κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς πεπονθότας κἀκεῖνο λέγοντες αὐτοῖς…» (Πρακτικά Γ΄ Οικουμ. Συνόδου, TLG, 1,1,1, p. 114, l. 9).

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων (πρὶν ἀπὸ τὸν Ἅγ. Θεόδωρο Στουδίτη) ἐξέφρασε τὴν κοινὴ αὐτὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῶν «μὴ στοιχούντων τῇ ὑγιαινούσῃ τῆς πίστεως διδασκαλίᾳ», γράφων: «Εἴ δέ τινες ἀποσταταῖέν τινος οὐ διὰ πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλὰ δι’ αἵρεσιν καταγνωσμένην, τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ Ὀρθόδοξοι». Καὶ «Εἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησίᾳ προϊέναι, κατ' οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε, ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν, οὐχ ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον· φευκτέον σοι ἔστω διὰ τὸ βεβηλῶσθαι ὑπ' αὐτῶν· ὡς γὰρ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς μιαίνουσιν· εἰ δὲ μήτε ἐν οἴκῳ ἅμα μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ δυνατὸν συναθροισθῆναι, ἕκαστος ἑαυτῷ ψαλλέτω, ἀναγινωσκέτω, προσευχέσθω, ἅμα δύο ἢ τρεῖς. Ὅπου γὰρ ἐὰν ὦσι, φησίν ὁ Κύριος, δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ἐμῷ ὀνόματι, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». ………………………..

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους καὶ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»72. Ὁ Μ. Βασίλειος: «οὐδ’ ἂν πρὸς ὥραν αὐτῶν ἐπιδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντες (χωλαίνοντες) περὶ τὴν πίστιν εὕρομεν»73. Καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος: «Ἂν ὁ προεστώς σου εἶναι σφαλερὸς εἰς την πολιτείαν καὶ τὰ ἔργα του μὴ περιεργάζεσαι. Ἂν ὅμως εἶναι σφαλερὸς κατὰ τὴν πίστιν φεῦγε καὶ παραίτησέ τον, ὄχι μόνο ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλὰ κἂν Ἄγγελος εἶναι ἀπὸ τὸν οὐρανόν»74.

Καὶ οἱ «Ἀποστολικὲς Διαταγὲς» γράφουν: «Διὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθορέων ποιμένων».



Συμπέρασμα: Ἡ Ἀποτείχιση, λοιπόν, ὡς ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες, καὶ πρὶν μία Σύνοδος καταδικάσει τοὺς αἱρετικούς, «πρὸ κρίσεως Συνοδικῆς», εἶναι Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ τὴν παράδοση ἀκολουθοῦμε, ὅπως ἀποδείξαμε διὰ τῶν ὅσων παραθέσαμε στὸ κείμενο αὐτὸ καὶ περιμένουμε καὶ τὴν κρίση τῆς Συνόδου.

Τέλος, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι, κατὰ τοὺς Πατέρες, ἡ αἵρεση θὰ συμβάλει μὲ τὸν τρόπο της στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὥστε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν νὰ «ψυγῇ» καὶ νὰ προκληθεῖ μεγάλη σύγχυση, ὥστε πολλοὶ πιστοὶ νὰ ἀποροῦν γιὰ τὸ τί νὰ κάνουν. Ἀκόμα καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ θὰ σιωποῦν, μὴ ὑπερασπιζόμενοι τὴν σώζουσα ἀλήθεια, λόγω τῆς συγχύσεως, ἢ ἀπὸ ἀδιαφορία, σκοπιμότητα (μὴ χάσουν την ἡσυχία τους καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ) καὶ τέλος καὶ λόγῳ δειλίας.


«Βαδίζοντες δὲ τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα· μὴ τὸν αἰσθητόν, ἀλλὰ τὸν νοητόν· οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός»75.


Ἡ Συντακτικὴ Ἐπιτροπή

_____________

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. 'Εγκύκλιος τοῦ Πατρ/χείου τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς Ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ἡ ὁποία θεωρεῖ τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες «ὄχι ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ' ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ, συγκληρονόμους καὶ μέλη τοῦ ἰδίου σώματος»!

2. Ὅπως παρεπονεῖτο ἤδη στοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

3. «Ποῦ ἐστιν ἡ χρεωστουμένη περὶ τὴν ἱερὰν ἀγέλην φροντὶς τοῦ ποιμένος; ποῦ ἡ πρόνοια τῶν δεσποτικῶν περιβόλων; ποίαν δὲ ἐλπίδα ἕξει ἡ ἀγέλη, ὅτε λύκον ἑαυτὸν ὁ ποιμὴν δείκνυσιν καὶ οὕτως τοῖς προβάτοις ἐπέρχεται, ὡς καθ' ἑκάστου λυσσᾶν; ἐκείνῳ γὰρ τῷ στόματι διασπαράττονται, ἀφ' οὗ τὰ ἀσεβῆ προφέρεται. τροφαὶ παραβάλλονται οὐχ αἱ πιαίνουσαι, ἀλλ' αἱ βλάπτουσαι· μακαρία δὲ ὅμως ἡ ἀγέλη ᾗ παρέσχεν ὁ κύριος κρίνειν περὶ τῆς ἰδίας νομῆς. ὅθεν, ὡς οὐκ ἀμφιβάλλομεν ὅτι ποιεῖτε, τὴν ἀσεβῆ διάλεξιν ἀπωθεῖσθαι ὀφείλει ἡ πίστις ὑμῶν…» (Πρακτικὰ Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, “Κελεστῖνος ἐπίσκοπος πρεσβυτέροις διακόνοις κλήρῳ θεοῦ δούλοις καὶ καθολικῷ λαῷ διάγουσιν ἐν Κωνσταντινουπόλει», TLG, t. 1,1,1, p. 84, l. 17- 23). Καὶ παρουσιάζοντας τὸ κακὸ ποὺ κάνει Ἐπίσκοπος κακοδοξῶν, γράφει: «Ἐν τούτῳ γὰρ ἀγνοῶ ποίαν ἐλπίδα εὑρήσομεν, ὃς περὶ τοῦ θεοῦ ἡμῶν ἄλλως διαλαμβάνει ἢ αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ ἢ οἱ ἀπόστολοι περὶ αὐτοῦ παραδεδώκασιν· οὐ μόνον τοὺς συντετριμμένους οὐ συνδεσμεῖ, ἀλλὰ καὶ συντρίβει τοὺς συνδεδεμένους· οὐ μόνον τοὺς καταβεβλημένους οὐκ ἐγείρει, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἱσταμένους καταβάλλειν ἐπιχειρεῖ· οὐ μόνον τὰ διεσπαρμένα οὐ συνάγει, ἀλλὰ καὶ τὰ συνηγμένα διαμερίζει…» (στὸ ἴδιο: TLG, t. 1,1,1, p. 85, l. 4-9).

4. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 1444, 1/2/2002, σελ. 5.

5. «Εὐχαῖς καὶ δάκρυσι τὸν Θεὸν καθικέτευσον πέμψαι σοὶ ὁδηγὸν ἀπαθῆ τε καὶ ἅγιον. Ἐρεύνα δὲ καὶ αὐτὸς τὰς Θείας Γραφάς, καὶ μάλιστα τὰς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρακτικὰς συγγραφάς, ἵνα ταύταις ἀντιπαρατιθεὶς τὰ παρὰ τοῦ διδασκάλου καὶ προεστῶτος σοὶ διδασκόμενα καὶ πραττόμενα, ὡς ἐν κατόπτρῳ δύνασαι βλέπειν ταῦτα καὶ καταμανθάνειν καὶ τὰ μὲν συνᾴδοντα ταῖς Γραφαῖς, ἐγκολποῦσθαι κατέχειν τῇ διανοίᾳ. Τὰ δὲ νόθα καὶ ἀλλότρια, διακρίνειν καὶ ἀποπέμπεσθαι, ἵνα μὴ πλανηθῇς. Πολλοὶ γάρ, ἴσθι, πλάνοι καὶ ψευτοδιδάσκαλοι, ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις γεγόνασιν» (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος).

6. Τὴν 7/12/2009 δεκάδες ἁγιορεῖτες μοναχοί, παρότρυναν γιὰ διακοπὴ μνημοσύνου, ἀλλὰ ἕως τώρα δὲν προχώρησαν στὸ μέτρο αὐτό. Τότε, λοιπόν, ἀπέστειλαν πρὸς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπιστολή. Μὲ αὐτὴ διαμαρτύρονται γιὰ τὴν σιωπὴ τῶν Ἁγιορειτῶν στὰ διαπραττόμενα ἀπὸ τοὺς ὑπερμάχους τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὶς συμπροσευχές, τὴν πρωτοφανῆ ὑποδοχὴ τοῦ πάπα στὸ Φανάρι στὶς 30 Νοεμβρίου 2006 καὶ ὅλες «τὶς ἀντορθόδοξες καὶ βλάσφημες ἐνέργειες, δηλώσεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ ἄλλων προκαθημένων καὶ ἐπισκόπων, ποὺ συνιστοῦν κραυγαλέα καὶ ἐμφανῆ – γυμνῇ τῇ κεφαλῇ- ἀποδοχὴ καὶ διδαχὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς μεγαλύτερης ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν, ποὺ ἀθετεῖ τὴν μοναδικότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ταυτίζει μὲ τὶς αἱρέσεις… Ἐπιτρέψαμε (γράφουν) νὰ διαιρεθεῖ ἡ ἐπὶ γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ ἐκκλησίες καὶ συνάξεις πονηρευομένων αἱρετικῶν». Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται «διερωτώμεθα ἂν ἔχει συνέλθει κάποια σύνοδος καὶ κατήργησε τοὺς κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς, πρᾶγμα ποὺ οὔτε αὐτὴ μπορεῖ νὰ κάνει, ἢ ἂν ὁ πάπας μετανόησε καὶ ἀποκήρυξε τὶς αἱρέσεις τοῦ Filioque, τοῦ πρωτείου, τοῦ ἀλάθητου… Ἀπὸ ἐσᾶς (συνεχίζουν) τοὺς σοφότερους καὶ λογιοτέρους μάθαμε ὅτι, ὅταν ἡ πίστις κινδυνεύει, εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι, ἂν σιωπήσουμε καὶ δειλιάσουμε, ὅπως ἔλεγε ὁ Θεόδωρος Στουδίτης… Οἱ ἐπιστολὲς διαμαρτυρίας ποὺ κατὰ καιροὺς ἔστειλε ἡ Ἱερὰ Κοινότης στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα. Δὲν εἶναι πλέον καιρὸς λόγων, ἀλλὰ ἔργων. …Πιστεύουμε ὅτι μετὰ τὶς τόσες ἔγγραφες καὶ προφορικὲς διαμαρτυρίες καὶ ἐνστάσεις, …τὸ μόνο ποὺ θὰ εὐφραίνει τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ θὰ καταισχύνει τοὺς κακοδόξους εἶναι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου καὶ ἁπανταχοῦ συμφωνούντων ἢ σιωπώντων ἐπισκόπων». Καὶ καταλήγουν: «Ἐμεῖς, ἂν ἐσεῖς ἀπρακτήσετε, θὰ προτιμήσουμε νὰ πράξουμε τὰ θεάρεστα καὶ ὄχι τὰ εὐάρεστα».

7. Ἀρχοντώνη Βαρθολομαίου (νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου) “Περὶ τὴν κωδικοποίηση τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ”, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.

8. Μελενικιώτης, Ὀρθόδοξος Τύπος, 25/9/2009 (ἀναφορά: 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 37).

9. Ὑπόμνημα περὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε., Ἡ ἐπὶ τῶν δογματικῶν Ἱεροκανονικὴ ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, 2007: «…Οἱ προτάσεις τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» γιὰ “ὁμολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ” καὶ “διομολογιακὴ κοινὴ προσευχή” ποὺ υἱοθετήθηκαν ἀπὸ τὴν Θ΄ Συνέλευσι… Προτείνεται μία σαφὴς διάκρισις μεταξὺ “ὁμολογιακῆς” καὶ “διομολογιακῆς” κοινῆς προσευχῆς στὶς συγκεντρώσεις τοῦ Π.Σ.Ε. “Ὁμολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ” εἶναι ἡ προσευχὴ μιᾶς ὁμολογίας, μιᾶς κοινότητος ἢ μιᾶς ὁμάδος μέσα στὴν ὁμολογία. Ὁ ἐκκλησιακός της χαρακτῆρας εἶναι σαφής. Προσφέρεται ὡς δῶρο στὴν συναθροισμένη κοινότητα ἀπὸ μία ἰδιαίτερη ἀντιπροσωπεία ἐξ αὐτῶν, καθὼς μάλιστα τοὺς καλεῖ νὰ μποῦν στὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς [σ.σ. αἱρετικῶν καὶ Ὀρθοδόξων!]. Ἐπιτελεῖται καὶ ἔχει προεστῶτα σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν κατανοεῖ καὶ τὴν τελεῖ ἡ [συγκεκριμένη] ἐκκλησία. Ἡ “διομολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ” συνήθως προετοιμάζεται γιὰ εἰδικὰ οἰκουμενικὰ γεγονότα. Ἀποτελεῖ μία εὐκαιρία γιὰ μία κοινὴ τελετή, χρησιμοποιώντας στοιχεῖα ἀπὸ τὸν πλοῦτο μιᾶς ποικιλίας παραδόσεων. Μία τέτοια προσευχὴ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν μέχρι τώρα ἐμπειρία τῆς οἰκουμενικῆς κοινότητος, καθὼς καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ κερδίζουν οἱ ἐκκλησίες ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἀνταλλαγὴ ἐμπειριῶν. Πάντως δὲν ἀξιώνει νὰ γίνη ἡ λατρεία μιᾶς δεδομένης ἐκκλησίας-μέλους ἢ ἑνὸς εἴδους ὑβριδικῆς ἐκκλησίας ἢ μιᾶς ὑπὲρ-ἐκκλησίας. Ὅταν κατανοηθῆ καὶ ἐφαρμοσθῆ κατάλληλα, ἡ διάκρισις αὐτὴ μπορεῖ νὰ καταστήση ἐλεύθερες τὶς παραδόσεις νὰ ἐκφρασθοῦν εἴτε μὲ πιστότητα στὴν ἰδιαιτερότητά τους εἴτε συνδυάζοντας παραδόσεις, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀληθὲς ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν βιώνουν ἀκόμη τὴν πλήρη ἑνότητά τους καὶ ὅτι τὰ οἰκουμενικὰ σώματα στὰ ὁποῖα μετέχουν δὲν ἀποτελοῦν ἐκκλησίες». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἡ δυνατότης νὰ προσευχόμαστε ἀπὸ κοινοῦ σὲ οἰκουμενικὲς συγκεντρώσεις εἶναι ἐπίσης μία νέα πρόκλησις μὲ συγκεκριμένη καὶ ἰδιαίτερη ἀποστολὴ νὰ συνδράμη καὶ ἐνισχύση τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πορεία τους πρὸς τὴν ἑνότητα».

10. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὴν Δ.Ι.Σ. τῆς 4-9.2.1999 συζήτησε καὶ «τὸ θέμα τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας σὲ διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ προσδιόρισε (ἡ Δ.Ι.Σ.) τὶς ἀρχὲς τῆς συμμετοχῆς της, οἱ ὁποῖες εἶναι: Ἡ Ἐκκλησία «δὲν συμμετέχει σὲ συμπροσευχὲς κατὰ τὴν ἐπιταγὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπίσης σὲ Δελτίο Τύπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (11/3/2002), ποὺ μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴ «Συνάντηση τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸν Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β΄», πληροφορούμαστε καὶ γιὰ τὴν πάγια θέση τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς πρὸς τὶς συμπροσευχές: «Χωρὶς νὰ ἀρνούμαστε τὶς δογματικὲς πραγματικότητες καὶ διδασκαλίες ποὺ μᾶς χωρίζουν καὶ ἐμποδίζουν τὴ συμπροσευχὴ καὶ τὴν εὐχαριστιακὴ διακοινωνία μας, ἐμεῖς, παρ’ ὅλα αὐτά, εἴμαστε σὲ θέση νὰ συνεργασθοῦμε σὲ ἐπίπεδο κοινωνικό…». Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, μόνο στὰ χαρτιά. Γιατὶ στὴν πράξη, ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος —ποὺ συμμετέχουν στοὺς Διαλόγους— συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετικούς. Τὰ παραδείγματα εἶναι πάμπολλα. Ἐνδεικτικά: οἱ ἐκπρόσωποί μας στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας, ὁ ὁποῖος συμπροσευχήθηκε στὴν Κύπρο (στὸ Διάλογο μὲ παπικούς, Ὀκτώβριος 2009), ὡς ἐκπρόσωπος, μάλιστα, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου! Καταγγέλθηκε ἀπὸ πολλοὺς τὸ γεγονός, ἀλλὰ τὸ αὐτὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δὲν ἵδρωσε!

11. Ἀπάντηση Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Καλλίστου Βλαστοῦ, Δοκίμιον ἱστορικὸν περὶ τοῦ Σχίσματος, σ. 106-109.

12. Ἡ ἀπουσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ Μπάλαμαντ δὲν ἀποτελεῖ ἄλλοθι, ἀφοῦ στὴν πράξη δὲν ἀντιδρᾶ καὶ ἀποδέχεται, ὡς τετελεσμένο γεγονός, τὰ ὑπογραφέντα.

13. Ἡ συμμετοχὴ στο Π.Σ.Ε. συνετέλεσε στὴν ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος ὁρισμένων Ὀρθοδόξων. Εἶχε εὔστοχα ἐπισημανθεῖ ὅτι «δὲν παρῆλθον εἰ μὴ ὀλίγαι δεκαετηρίδες καὶ τὸ ἀποσυνθετικὸν πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, τὸ ὁποῖον δεσπόζει εἰς τὸ Π.Σ.Ε., ἐπέδρασεν εἰς τοιοῦτον βαθμὸν διαβρωτικῶς ἐπὶ τῆς περαιτέρω πορείας κορυφαίων ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὸ Π.Σ.Ε. οὕτως, ὥστε νὰ ἀποδεχθοῦν οὗτοι πλήρως τὴν διαβόητον θεωρίαν τῶν Κλάδων, τὴν ἀρχὴν τῆς περιεκτικότητος καὶ τὴν ἀπάρνησιν τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς Ἐκκλησίας» (Κων. Δωρ. Μουρατίδου, Οἰκουμενικὴ Κίνησις – Ὁ μέγας πειρασμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1973, σελ. 29).

14. Στὸ Μπάλαμαντ ἡ Ἐκκλησία «ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν διάλογο τετρωμένη» καὶ ὁ Παπισμὸς ἀναγνωρίστηκε «ὡς ἰσότιμος Ἐκκλησία μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Μία… Ἐκκλησία… Μετὰ τὴν ψευδο-σύνοδο Φερράρας... εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ Ὀρθόδοξοι ἀμνηστεύουν τὶς σοβαρὲς αἱρέσεις» τοῦ παπισμοῦ (Καψάνη Γ., Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμός, σ. 7-8).

15. «Στὴ συμφωνία τοῦ Μπαλαμὰντ ἀσκήθηκε ἐντονωτάτη κριτικὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἐκφράζοντας τὴν συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ μας καὶ ἰδιαιτέρως τῶν μοναχῶν, γράφει χαρακτηριστικὰ πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅτι θεωρεῖ “τὸ περὶ Οὐνίας κείμενο τοῦ Μπαλαμὰντ ὡς ἀπαράδεκτον ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου”, καὶ “ὡς παντελῶς ξένον πρὸς τὴν μακραίωνα ὀρθόδοξον παράδοσιν” (Ἐφημ. “Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια”, ἀρ. 393/16.1.1995, σελ. 1, 7. Εἰς μ. Ἀρσενίου Βλιαγκόφτη, Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς καὶ σύγχρονος Θρησκειακὸς συγκρητισμός). Παρὰ ταῦτα, ἡ διαμαρτυρία αὐτὴ δὲν εἶχε συνέχεια, γιατὶ οὐδέποτε ἀνεκλήθη ἡ συμφωνία ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλὰ καὶ οὐδέποτε –ὅσοι διαμαρτυρήθηκαν– διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ ὑπέγραψαν τὴ Συμφωνία!

16. Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περ. «Θεοδρομία», τεῦχ. 4ο.

17. Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περ. «Θεοδρομία», τεῦχ. 4ο.

18. Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 640/31-10-2004: «Κοινὸν ᾿Ανακοινωθὲν τῆς 13ης συναντήσεως μεταξὺ Θεολόγων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως καὶ τῆς Εὐαγγελικῆς ᾿Εκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ» (16-22.9.2004). Καὶ μόνο γι’ αὐτές του τὶς αἱρετικὲς ἀντιλήψεις, ποὺ ἐπὶ χρόνια συνειδητὰ ὑποστηρίζει ὁ κ. Βαρθολομαῖος, θὰ ἅρμοζε τὸ ἀνάθεμα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καὶ ἀτιμάζουσι τὰς σεπτὰς εἰκόνας, ἀνάθεμα», ἐφ’ ὅσον (ὅπως τότε ἡ εἰκονομαχία) ὁ Παπισμὸς σήμερα ἀποτελεῖ αἵρεση καταδικασμένη ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὅπως π.χ. ἀπὸ τὴν Η' Οἰκ. Σύνοδο (879) καὶ ἀπὸ τὴν ἐν Κων/πόλει Σύνοδο τοῦ 1351. Αὐτή ἡ Σύνοδος, ἀνεθεμάτισε τοὺς παπικούς, τοὺς δὲ κοινωνοῦντας ἐν γνώσει μαζί τους κατέστησε ἀκοινώνητους: «Τοὺς κοινωνοῦντας τούτοις (=παπικοῖς) ἐν γνώσει ἀκοινωνήτους ἔχομεν». Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ κ. Βαρθολομαῖος ὀνομάζει τὸν Παπισμὸ «ἀδελφὴν ἐκκλησίαν» καὶ ὁμολογεῖ ὅτι δίνει «κοινὴν μαρτυρίαν πίστεως» μὲ τὸν πάπαν, ἐμπίπτει στὴν κατηγορία τῶν ἀκοινώνητων». Καὶ ὁ 2ος Κανόνας τῆς ἐν 'Αντιοχείᾳ Συνόδου γράφει: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις… Εἰ δὲ φανείη τις …τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι». (Πηδάλιον, σ. 407).

19. Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Τὰ εὑρεθέντα ἔργα, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 18.

20. π. Πέτρος Heers: Τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.

21. Τὴν περιεκτικὴ «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συγγενῆ μορφὴ τῆς προτεσταντικῆς «Θεωρίας τῶν Κλάδων», εἶχε διατυπώσει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια ὁ κ. Ζηζιούλας τὸ 1985, Professor John Zizioulas, «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», π. «Sourozh» Λονδίνου, No 21/August 1985, pp. 16-27. Ἀλλά, βέβαια, δὲν ἦταν ὁ πρῶτος ἢ ὁ μόνος. Πρὶν ἀπὸ αὐτὸν (τὸ 1975), δειλά-δειλὰ ὑπῆρξαν ἄλλοι ποὺ ἔθεσαν τὰ θεμέλια, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καὶ Μ. Βρεττανίας (τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) Ἀθηναγόρας Κοκκινάκης, ὁ ὁποῖος στὴν συνοδικὰ ἐγκεκριμένη καὶ ἐξουσιοδοτημένη «Ὁμολογία Θυατείρων» δήλωσε ὅτι «ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στὸ ἴδιο βάπτισμα διὰ τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας» (π. Πέτρος Heers: Τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/05/p-petros-heers-to-mysthrio-toy-baptismatos.html).

22. Ὁ ἰὸς τῆς αἱρέσεως δὲν ἑστιάζεται σὲ ἕνα-δύο πρόσωπα, τοὺς ἡγήτορας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἔχει, δυστυχῶς, ἐπεκταθεῖ ὡς γάγγραινα σὲ ἐπισκόπους, θεολόγους καὶ σὲ ἀνυπολόγιστο ἀριθμὸ πιστῶν. Τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὴν καταγγελία στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», ἀριθ. 1343/26.11.1999 ἀπὸ τὸν εἰς Ἀμερικὴν κ. Χρῆστο Λιβανό: «Τὰ ᾿Ορθόδοξα καὶ ΡΚκαθολικὰ μέλη τῆς Συμβουλευτικῆς ᾿Επιτροπῆς ἀναγνωρίζουν σὲ ἀμφότερες τὶς παραδόσεις μία κοινὴ διδασκαλία καὶ μία κοινὴ πίστι εἰς ἕνα βάπτισμα... Καὶ ἐμεῖς ἀναγνωρίζουμε τὸ βάπτισμα ἀλλήλων, ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ» (Δήλωσις-Συμφωνία Νέας ῾Υόρκης, 1999).

23. Σύμφωνα μὲ τὰ Πορίσματα Διορθοδόξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό: «Ἡ ἴδια ἡ πράξη τῆς συμμετοχῆς στὸ «Π.Σ.Ε.» καὶ στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, συνιστᾶ ἄρνηση τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἀποτελεῖ τὴν «μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας»!

24. Πράττουν δηλαδή, οἱ ἐπίσκοποι, ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι οἱ Ἱ. Κανόνες προστάζουν: «ἕκαστος ἐπίσκοπος δέον νὰ ἀποτελῆ τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας διακρίνων τὰ «τῇ ἐκκλησιαστικῇ πίστει σύμφωνα» (ι’ Καρθαγ.), ἢ καὶ ἀντιτιθέμενα, ἀγωνιζόμενος διὰ τὴν …ἀκρίβειαν τῶν δογμάτων καὶ διὰ τὴν «ὁμολογίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (ιζ’ Σαρδ.) (Ἀρχ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ Ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, 2003).

25. Ὁ Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος ἰσχυρίστηκε ὅτι στὸ Porto Alegre πῆγε ὡς παρατηρητής, καὶ δὲν ψήφισε τὸ Κείμενο. Ὅμως, αὐτὸς ποὺ ὡς γνωστὸ μιλᾶ περὶ πάντων καὶ ἄνευ χρονοτριβῆς, ἂν καὶ ἔγιναν γνωστὰ τὰ πορίσματα τοῦ Συνεδρίου στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε ἀπὸ χρόνια, γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἐσιώπησε, ἀκόμα καὶ ὅταν σὲ τοπικὴ ἐφημερίδα τοῦ ἐζητήθη νὰ σχολιάσει τὸ Κείμενο, μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι δὲν τὸ ἔλαβε …ἐπισήμως!

26. Σὲ ἀνάλογη περίπτωση διαλόγων (κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο) οἱ Πατέρες δὲν δέχθηκαν τὴν αἱρετικὴ μερίδα ὡς ἰσότιμη Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶπαν: «Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε, ἀλλὰ ἤρθαμε γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ πίστη: «ἡμεῖς οὐ δεόμενοι πίστεως συνήλθομεν (ἔχομεν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ὑγιαίνουσαν τὴν πίστιν), ἀλλ' ἵνα τοὺς ἀντιλέγοντας τῇ ἀληθείᾳ καὶ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦντας ἐντρέψωμεν». Ἂν τώρα ἐσεῖς, γράψατε αὐτὰ τὰ δυσσεβῆ, ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δὲν μπορεῖτε νὰ λογίζεσθε ὡς ἱερεῖς, ἀλλ’ ἔχετε ἀνάγκη νὰ κατηχηθῆτε ἀπ’ τὴν ἀρχή. Καὶ κατέληξαν: Μόνο ἂν ἀποδεχθῆτε τὴν παραδεδομένη πίστη ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ πιστὰ ἐκφράζουμε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξύ μας ὁμοφροσύνη. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοί, ὡς ἀμαθεῖς καὶ δόλιοι, ἐπέμεναν στὶς θέσεις, οἱ Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν «ὡς μὴ ὄντας ἀληθῶς Χριστιανούς» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ…, TLG, c, 8, s. 2, l. 1-c 9, s. 3, l. 6). Καὶ σὲ παρόμοια περίπτωση οἱ Πατέρες δὲν ἀποδέχθηκαν τὸν ἐπὶ ἴσοις ὅροις διάλογο, γράφοντες: «οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου, TLG, c. 33, s. 6, l. 4-c. 36, s. 5, l. 3).

27. «Μὴ δότε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί…» (Ματθ. 7, 6). «Τί ἐστιν ἀλήθεια;» (Ἰω. 18, 38). «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Μάρκ. 14, 61). «Σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;… μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» (Ματθ. 6, 60 καὶ 67).

28. Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν (P.G. 99, 1332Α).

29. Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α. –«Εἶδες πῶς διαβάλλει τὴν ζήτησιν; (σ.σ.: ἐνν. τὴν συζήτηση, τοὺς Διαλόγους). Ἔνθα γὰρ πίστις, οὐ χρεία ζητήσεως· ἔνθα μηδὲν δεῖ περιεργάζεσθαι, τί δεῖ ζητήσεως; ἡ ζήτησις τῆς πίστεώς ἐστιν ἀναιρετική. Ὁ γὰρ ζητῶν, οὐδέπω εὗρεν· ὁ ζητῶν, πιστεῦσαι οὐ δύναται. … ἡ γὰρ πίστις ἀναπαύει τὸν λογισμόν. Πῶς οὖν φησιν ὁ Χριστός …Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς; ... Εἶπε γὰρ, Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφὰς, τουτέστιν; ὥστε τὴν ἀκρίβειαν αὐτῶν καταμαθεῖν καὶ εἰδέναι, οὐχ ἵνα ἀεὶ ζητῶμεν, ἀλλ' ἵνα παυώμεθα ζητοῦντες. …Ἅπερ γὰρ ἡ πίστις ἤνυσε καὶ ᾠκοδόμησε, ταῦτα αὕτη καταστρέφει, ζητήσεις παρέχουσα, καὶ τὴν πίστιν ἐκβάλλουσα…Ἔλεγεν ὁ Χριστὸς, ὅτι διὰ πίστεως δεῖ σωθῆναι· ἐκεῖνοι ἐζήτουν… Ἐκεῖνοι δὲ προκατειλημμένοι τοῖς νομικοῖς παρατηρήμασιν, ἐνεπόδιζον τῇ πίστει... γ΄. Μὴ τοίνυν προσέχωμεν ταῖς ζητήσεσι. Πιστοὶ γὰρ διὰ τοῦτο κεκλήμεθα, ἵνα ἀνενδοιάστως τοῖς λεγομένοις πιστεύωμεν, ἵνα μηδὲν ἀμφιβάλλωμεν. Εἰ μὲν γὰρ ἀνθρώπινα τὰ λεγόμενα ἦν, ἐχρῆν αὐτὰ βασανίζεσθαι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον πρώτην, vol 62, pg 506, ln 29). – Καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος λέγει, ὅτι εἶναι περιττὸ νὰ διαλεγόμεθα μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἐπιμένουν καὶ παραμένουν ἀμετανόητα στὸ ψεῦδος τῆς αἱρέσεως: «”Αἱρετικὸν ἄνθρωπον...παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος”. Τοῖς γὰρ ἅπαξ ὁλοτρόπως ἀπονενευκόσι πρὸς ἀπάτην καὶ φενακισμὸν καὶ κεκρατημένοις τῷ ψεύδει, περιττός που τάχα καὶ τῶν ὠφελεῖν εἰωθότων ὁ λόγος. Γέγραπται γάρ· Εἰς ὦτα ἀκουόντων λάλει. Ὅταν τοίνυν οἱ τῆς ἀληθείας ἐχθροὶ ἢ τιμὰς καὶ ἀναπαύσεις ἐπαγγέλλονται, καθάπερ Ραψάκης ὁ ἀλητήριος, ἤγουν ἀπειλοῦσι κινδύνους καὶ μάχας, Θεῷ προσέρχεσθαι χρὴ καὶ τῆς ἄνωθεν ἐπικουρίας μεταποιεῖσθαι μόνης. Ἀρκέσει γὰρ ἡ ἄνω τε καὶ παναλκὴς δεξιὰ καὶ πρός γε τὸ σῶσαι τοὺς ὀρθοποδεῖν εἰωθότας καὶ πρὸς ὄλεθρον τῶν ἀνθεστηκότων» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις Ὑπομνηματικὴ εἰς τὸν προφ. Ἡσαΐαν, βιβλ. α΄, λόγ. εξ΄, v. 70, p. 784, l. 16).

30. Βασιλειάδη Ν., Πανθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός, σελ. 18, 30.

31. Γεν. 18, 21.

32. Οἱ δηλώσεις τοῦ κ. Βαρθολομαίου (7.7.2010), παραπέμπουν στὴν «Βαπτισματικὴ Θεολογία» καὶ τὴν ἀόρατη ἕνωση ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν: «Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι πάνω στὸ ἔδαφος τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας ἠμποροῦμε κατὰ τρόπο ἀσφαλῆ νὰ ἐπανασυναντηθοῦμε καὶ νὰ ἑνωθοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, δὲν ἔπαυσέ ποτὲ νὰ εἶναι μία. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε διῃρημένοι καὶ θέλουμε νὰ ἐπιστρέψουμε καὶ στὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» (amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2807). Δηλώσεις Περγάμου Ἰωάννη: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιταχυνθῆ ἡ διαδικασία «ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας ἡμῶν (σ.σ. ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν), ὥστε ἡ προσεγγίζουσα τρίτη χιλιετία τῆς χριστιανικῆς περιόδου νὰ εὕρῃ τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ὁρατῶς ἡνωμένην...» (Περγάμου ᾿Ιωάννης, Βατικανὸ 1998, περιοδ. ᾿Επίσκεψις, ἀριθ. 559/31.7.1998, σελ. 6.) Ἂν αὐτὸ συνδιασθεῖ μὲ ἀνάλογες δηλώσεις καὶ κείμενα, καθίσταται φανερὸ ὅτι οἱ συμφωνίες αὐτὲς θεωροῦνται πλέον, ὡς κάτι δεδομένο ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ τὸ Π.Σ.Ε., γι’ αὐτὸ ἀκαίρως-εὐκαίρως μᾶς τὸ θυμίζουν γιὰ νὰ τὸ ἐμπεδώσουμε, οἱ δὲ ἡμέτεροι ἐπίσκοποι τὸ ἀποδέχονται ἐν σιωπῇ. Τέτοιες δηλώσεις καὶ κείμενα εἶναι: α) σκοπὸς τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι «νὰ καλῆ τὰς ᾿Εκκλησίας διὰ τὸν σκοπὸν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος...» (σύμφωνα καὶ μὲ τὸ Καταστατικὸ τοῦ Π.Σ.Ε.) καταδεικνύει πὼς οἱ Οἰκουμενιστὲς θεωροῦν καὶ διδάσκουν ὡς πραγματικότητα τὴν ἕνωση μεταξὺ τῶν «ἐκκλησιῶν» –ἔστω ἀοράτως– καὶ ἡ ἐπιδίωξή τους εἶναι νὰ καταστήσουν τὴν ἕνωση αὐτὴ πραγματικὴ καὶ ὁρατῶς! β) Τὰ ὅσα εἶπε τὴν 16.6.2005, ὁ κ. κ. Σάμουελ Κομπία Γεν. Γραμματέας τοῦ Π.Σ.Ε., ὅταν ἐπισκέφθηκε τὸν νέο Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ´ (παρουσίᾳ καὶ τοῦ ᾿Αναπληρωτοῦ Γ.Γ. κ. Γεωργίου Λαιμόπουλου, Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως), ὡς καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κένυας κ. Μακαρίου, μέλους τῆς Κεντρικῆς ᾿Επιτροπῆς (Ἐκκλησία ᾿Αλεξανδρείας): «Ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Βαπτίσματος μᾶς ἔκανε ἰδικούς του… Εἴμαστε ἕνα ἐν Χριστῷ. Μακάρι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ἐργαζόμαστε μαζί, ἴσως ἔτσι ἡ ἑνότης μας γίνει ὁρατὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο» (Περιοδ. «Ἐνημέρωσις» Γενεύης, περίοδ. Β´/ἔτος Δ´ (ΙΘ´), ἀριθ. 3/Μάϊος-᾿Ιούνιος 2005, σελ. 13β). γ) «Ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ κοινό μας βάπτισμα, εἴμεθα ἤδη ἑνωμένοι» (Ζ´ Γ.Σ. τοῦ Π.Σ.Ε., Καμπέρρα, 1991) Γεωργίου Ν. Λαιμοπούλου (ἐπιμ.), ῾Η Ζ´ Γενικὴ Συνέλευση..., Τελικὴ ῎Εκθεσις, ἐκδόσεις Τέρτιος, σελ. 136, Κατερίνη 1992. δ) Ἔλεγε ὁ Πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος Β´ τὸ 1995: «Τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ποὺ ἔχουμε ἀπὸ κοινοῦ, ἀντιπροσωπεύει “τὸν μυστηριακὸ σύνδεσμο ἑνότητας...”. Οἱ θεολογικές, ποιμαντικὲς καὶ οἰκουμενικὲς συνέπειες τοῦ κοινοῦ βαπτίσματος εἶναι πολλὲς καὶ σημαντικές… ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς πλήρους ὁρατῆς ἑνότητας ὅλων τῶν βαπτισμένων» (Πάπα ᾿Ιωάννου Παύλου Β´, ῞Ινα Πάντες Ἓν ῏Ωσιν (Ut Unum Sint), σελ. 77 καὶ 87).

33. «Τῷ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ Νεστορίῳ Κελεστῖνος» πάπας Ρώμης, Πρακτικὰ Γ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος, ΤLG, t. 1,1,1, p. 81, l. 8. Ἴδ. καὶ Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμ. Σύνοδος, σελ. 452-453.

34. Γιὰ ὅσους ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται» ἔχει σχέση μὲ κατακριθέντες ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο αἱρετικούς, θὰ ρωτούσαμε: Καλά, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἰσχυρίζεσθε πὼς δὲν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο· ὁ Παπισμὸς ὅμως ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ Μ. Φωτίου καὶ πολλὲς ἄλλες Συνόδους. Γιατὶ κοινωνεῖτε μὲ τὸν Πάπα καὶ τοὺς προελθόντες ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ προτεστάντες; Κι ἐδῶ, ὅμως, βρίσκουν ἀπάντηση: Ναί, λέγουν, ἀλλὰ ἡ Σύνοδος τοῦ Μ. Φωτίου δὲν ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ὡς Οἰκουμενική. Δὲν τὸ δεχόμαστε, ἀλλὰ ἔστω. Οἱ μονοφυσίτες, οὔτε αὐτοὶ ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Ἀσφαλῶς καὶ ἔχουν καταδικασθεῖ. Τότε, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ποὺ ἀγωνιᾶ μὴν τοῦ πάρει τὰ Πρωτεῖα ἡ Μόσχα, γιατὶ ἀνέχεται ὡς Πρῶτο, τὴν ἕνωση ποὺ ἔγινε μεταξὺ πατριαρχείου Ἀντιοχείας καὶ μονοφυσιτῶν; Ἐπὶ πλέον, οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἢ Χιλιαστὲς καὶ οἱ ἑκατοντάδες ἄλλες αἱρέσεις ποὺ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει ἀναρτήσεις στὶς ἱστοσελίδες της γιὰ νὰ τὶς ἀποφεύγουν οἱ χριστιανοί, ποιά Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὶς κατεδίκασε;

35. Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ κάτι ἄλλο, ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Πάπα ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς Συνοδικοὺς Ἐπισκόπους στὴν Κων/πολη τὸ 2006. Ἂς θυμήσουμε μερικὰ ἀπὸ ὅσα ἔγιναν τότε:

Τοποθέτησαν Θρόνο γιὰ τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα στὴν Ὡραία Πύλη. Τὸν θυμίασαν. Προσκυνοῦσαν πρῶτα τὸν Πάπα στὸ βασιλικό-Ἀρχιερατικό του θρόνο καὶ μετὰ κοινωνοῦσαν! Ἀναγνώρισαν «ἁγιότητα» καὶ ἱερωσύνη στὸν Πάπα ψάλλοντές του τροπάρια, ποὺ συνέθεσαν Ἁγιορεῖτες, ὡσὰν ὁ αἱρετικὸς νὰ ἦταν Ἅγιος. Τὰ τροπάρια εἶναι τὰ ἑξῆς:

– «Κωνσταντίνου ἡ πόλις, Πρωτοκλήτου λυχνία τε ἄγει ἑορτὴν λαμπροφόρον δεχομένη τὸν Πρόεδρον, Ρωμαίων Ἐκκλησίας τῆς σεπτῆς, καθέδρας Κορυφαίου μαθητοῦ, φιλαδέλφῳ διαθέσει τε ἐκ ψυχῆς, εὐξώμεθα γηθοσύνως: Μεῖνον, Παράκλητε, ἐν ἡμῖν, ἄγων ἡμᾶς πρὸς σὴν ἀλήθειαν, ἲν' ὁμοφώνως στόματι ἑνί, καρδία Σὲ δοξάζωμεν».

–«Ναῦς, ἡ πάντιμος Ὀρθοδοξίας ἀγλαΐζεται νῦν δεχομένη, ἐκ Δυσμῶν σεπτὸν Ποιμένα καὶ Πρόεδρον καλλιεροῦσα δ' εὐσήμως εὐφραίνεται ἐν εὐσεβείᾳ Χριστὸν ἱκετεύουσα: Τῇ δυνάμει σου τὸν κόσμον σου περιφρούρησον ἐν ὁμονοία συντηρῶν ὡς ὑπεραγαθός».

–Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα· τὸν μνημόνευσαν ὡς ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη σύμφωνα μὲ τὰ Πρωτεῖα ἐξουσίας: «Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ Ἁγιωτάτου Ἐπισκόπου καὶ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καὶ ὑπὲρ τοῦ κατευθυνθῆναι τὰ διαβήματα αὐτῶν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν». Βέβαια, θὰ δικαιολογηθοῦν ὅτι τὸν μνημόνευσαν χάριν εὐγενείας, λὲς καὶ ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ μνημονεύσουν ἕνα αἱρετικό, λὲς καὶ δὲν γνώριζαν τοὺς ἀπαγορευτικοὺς Ἱεροὺς Κανόνες!

36. Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας, τόμ. Β΄, σελ 334.

37. Αὐτὲς τὶς δηλώσεις ἢ ἐνέργειες τοῦ Πάπα Βενέδικτου ἐπικαλέσθηκε πρόσφατα ὁ καρδινάλιος Koch. Σ’ αὐτὴ τὴ πολυσυλλεκτικὴ λογικὴ τοῦ Βατικανοῦ περιλαμβάνεται καὶ ἡ δική μας Ἐκκλησία.

38. Ιστολόγιο «᾿Ακτῖνες», aktines.blogpost.com/2009/11/walter-kasper_975.html». ῾Ο ἀρχιεπ. Βαρσοβίας καὶ Πολωνίας Σάββας δήλωσε πρὸ μηνὸς στὴν Γερμανία ἐνώπιον ἑτεροδόξων, ὅτι οἱ δογματικές μας διαφορὲς «εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν πολυμορφία τοῦ κόσμου» («᾿Ακτῖνες» (aktines.blogpost.com/2009/12/blogpost_2683.html), καὶ περιοδ. «Παρακαταθήκη», τ. 69, 2009, σ. 19).

39. Βλ. «The primacy: a help, not a weight - interview with Metropolitan Philaret of Minsk by Gianni Valente», περιοδ. «30 Days», September 2005, No 9/Anno XVIII (http://www.30giorni.it/us/articolo.asp?id=9356). Καὶ «A member of the Holy Synod of the MP states the his Church recognizes Roman Catholic Mysteries», Vertograd, Newsletter No. 76, Wednesday, October 21, 2009. Τὴν δήλωσι περὶ ἀναγνωρίσεως τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἔκανε ὁ τότε ἀρχιεπ. ῾Ιλαρίων ᾿Αλφέγιεφ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκπομπῆς «῾Η ᾿Εκκλησία καὶ ὁ Κόσμος» τοῦ τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ «Ρωσία» τὴν 17.10.2009 (http://vera.vesti.ru/doc.html?id=237432).

40. Εἶπε ὁ κ. Εἰρηναῖος: «Ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος δὲν ἐπιδιώκει τὴν ἑνοποίηση (unification) τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ τὴν ἑνότητα ἐν τῇ διαφορετικότητι» (http://thriskeftika.blogspot.com/2010/09/blog-post_573.html). Καὶ τελευταῖα: «Μιλώντας στὸ Σικάγο ὁ Πατριάρχης Σερβίας Εὶρηναῖος, γιὰ τὸν ἐορτασμὸ τοῦ Ἰωβηλαίου τὸ 2013, τόνισε ὅτι εἶναι σημαντικὸ νὰ βρεθεῖ ἕνας τρόπος γιὰ νὰ βρεθοῦν μαζὶ Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία. "Mi ne tražimo vaše, mi tražimo vas''. «Αὐτὴ ἡ ἐπέτειος τοῦ Ἰωβηλαίου εἶναι ἕνα μεγάλο γεγονὸς γιὰ τὸν Παγκόσμιο Χριστιανισμό. Ἐλπίζουμε ὅτι θὰ φέρει μία νέα στάση μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καὶ θὰ συμβαλεῖ στην προσέγγιση, στὶς ἐπαφὲς καὶ τὶς συμφωνίες σχετικὰ μὲ τὸ τί κοινὸ ἔχουν ἔτσι ὥστε οἱ διαφορὲς νὰ ξεπεραστοῦν καὶ νὰ βρεθεῖ ἡ καλύτερη λύση γιὰ συνεργασία. Φυσικά, ὁ καθένας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἔχει τὴ γνώμη του. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἔχουμε προβλήματα μὲ ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ζηλωτὲς μας εἶπε ὁ Πατριάρχης Εἰρηναῖος» (http://aktines.blogspot.com/2011/03/blog-post_6362.html). Ὁ κ. Εἰρηναῖος φαίνεται νὰ «ἀγνοεῖ» καθολοκληρίαν τὴ σημασία τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ὅτι στὴν Ἐκκλησία ἑνότητα ἀλήθειας δὲν ἔχουμε, ὅταν ἑνούμεθα μὲ τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικούς, οὔτε ὅταν συμφωνοῦν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους συμβατικὰ ἔχοντες διαφορετικὲς ἀλήθειες, ἀλλὰ ὅταν συμφωνοῦμε μὲ τὸν Θεό: Ὅταν «νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (1Κορ., 2, 16)· ὅταν εἴμαστε «ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθημεν ἐν μιᾷ ἐλπίδι» (Ἐφεσ. 4, 4), τότε μόνον ἐπιτυγχάνουμε τὸ ἀρχιερατικὸ αἴτημα «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας» πάτερ (Ἰωάν. 17, 21).

41. Παπικὴ ἐφημερίδα “Avennire”, 15-04-2009.

42. Ἐπίσης ὁ Περγάμου Ἰωάννης ἔκανε λόγο γιὰ «προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές» (an adaptation from both sides) ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ἑνότητα ( thriskeftika.blogspot.com/2010/09/2012.html).

43. Ὁ Βρυέννιος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Ἀμμοχώστου δὲν ἀκριβολογεῖ, διότι ὁ ὅρκος ποὺ ἔδιναν στοὺς Λατίνους δὲν περιεῖχε τὴ φράση «σωζομένης τῆς πίστεώς μου», ἀλλὰ τὴ φράση «σωζομένης τῆς τάξεώς μου» (Salvo ordine meo) (Ἰωαννίδη Νικ., πρωτοπρ., Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, σελ. 81). Ἂς ἐνθυμηθοῦμε παρόμοιες σκόπιμες μεταφραστικὲς διαφοροποιήσεις, στὶς μεταφράσεις κοινῶν κειμένων Ὀρθοδόξων Παπικῶν στὰ χρόνια μας, οἱ ὁποῖες παραπλανοῦν ὄχι μόνον τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐκ τῶν μακρόθεν παρακολουθούντων τὰ πράγματα ἐπισκόπων.

44. Ἰωαννίδη Νικ., πρωτοπρ., Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, σελ. 81.

45. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐξήγησις τῆς κινήσεως…, κεφ. στ΄.

46. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 34. Τῷ αὐτῷ (Λέοντι Πάπᾳ Ρώμης), σελ. 98, στιχ. 126, Φατοῦρος, P.G. 99, 1028Α.

47. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Καταλλαγῆς, σελ. 425-426.

48. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι, τελευταῖα ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἔχει ἀφήσει τοὺς δορυφόρους του νὰ προωθοῦν τὰ οἰκουμενιστικὰ σχέδια καὶ αὐτὸς (χωρὶς νὰ ἔχει ἀποκηρύξει καμία ἀπὸ τὶς ὡς τώρα θέσεις του) ἐπιδίδεται σὲ ὀρθόδοξες κορῶνες. Ἀποσκοπεῖ, δηλαδή, προβάλλοντας τὶς τελευταῖες ὀρθοδοξοφανεῖς ὁμιλίες του ὁ πατριάρχης, νὰ προσδώσει στὸν ἑαυτό του ἕνα ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο προφίλ, ἀποκαθαίροντας ἀπὸ τὴν εἰκόνα του ὅλες τὶς μομφὲς ποὺ τοῦ ἀποδίδονται! Τοιουτοτρόπως, ἐλπίζει, πὼς ρίπτοντας εἰς τὴν λήθην ὅλες τὶς αἱρετικὲς ρήσεις του, θὰ βοηθήσει νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ τακτικὴ του, ἀφοῦ θὰ ἐπικαλεσθεῖ τὶς τελευταῖες ὀρθοδοξοφανεῖς ὁμιλίες καὶ δηλώσεις του! Ἐδῶ, λοιπόν, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατὶ βρισκόμαστε στὴν καρδιὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ συγκρητισμοῦ: τὴν συνήθη, δηλαδή, πρακτικὴ τῶν οἰκουμενιστῶν, νὰ λέγουν ὅποια θεολογικὴ ἀσυναρτησία θέλουν καὶ ὅταν αὐτὴ ξεσηκώνει ἀντιδράσεις τοῦ πιστοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ παρουσιάζουν τὸ ἕτερο ὁμολογιακό τους πρόσωπο, τὸ «ἀκραιφνῶς» ὀρθόδοξο! Βέβαια, ὅλα συγχωροῦνται, ὅλες μας οἱ ἀτυχεῖς ἐκφράσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐν μετανοίᾳ ἀναγνώριση τοῦ λάθους μας, ἰδίως δέ, ὅταν αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν ἀλλοίωση τῆς Πίστεως.

49. Ἁγίου Ἰγνατίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἥρωνα Διάκονον Ἀντιοχείας, ΒΕΠΕΣ 2, σελ. 330.

50. Εἶναι Πατερικὴ διδασκαλία, πὼς καὶ ἡ παραμικρὴ ἀλλοίωση τῆς Πίστεως ἔχει ἐπιπτώσεις ἀναφερόμενες στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει νὰ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ αἱρετικὸς («ἀνάθεμα ἔστω»). Ὅταν, ὅμως, ὁ αἱρετικὸς εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, τότε ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν σωτηρία χιλιάδων ἀνύποπτων ἀνθρώπων, ποὺ συμβιώνουν καὶ διδάσκονται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ποιμένα, εἶναι τεράστιος καὶ ἀνυπολογίστου σημασίας. Καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ θεωροῦνται μὲν ὡς ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ παρίστανται στὴν ὑποδοχὴ τοῦ αἱρετίζοντος Πατριάρχου, ἔχουν μεγάλη εὐθύνη ἀπέναντι στὸν Θεό, γιατὶ μὲ τὴν παρουσία τους στὴν ὑποδοχή του, εἶναι σὰν νὰ λένε στοὺς πιστούς: μὴ φοβάστε, δὲν ὑπάρχει κανεὶς κίνδυνος. Κι αὐτὸς εἶναι ὅμοιος μὲ μᾶς, «ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν». Καὶ πράγματι εἶναι ὅμοιός τους, ἀφοῦ αὐτοὶ ἔγιναν ὅμοιοι μὲ αὐτόν.

51. Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ 33,199.

52. Μ. Ἀθανάσιος: «Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Δαβίδ, φεύγων τοὺς πονηροὺς, ἔλεγεν· “Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος, καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διὰ τί δὲ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδὴ πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψῃς”. Καὶ γὰρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετὰ σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καὶ ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν).

53. Ἅγιος Γερμανὸς Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, 1222-1240.

54. Εἰς Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. Β΄, σ. 271).

55. Ἀκόμα καὶ ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (τοῦ ὁποίου τὸ βιβλίο «Τὰ Δύο Ἄκρα» ἔχει δεχθεῖ αὐστηρὴ κριτικὴ γιὰ τὴν «οἰκονομία» ποὺ ὑποδεικνύει ἐκεῖ), διδάσκει πὼς ὅταν ὁ ἐπίσκοπος «κηρύσση αἱρετικὰ φρονήματα, τότε εἶνε αἱρετικός», ἔστω κι ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν τὸν ἔχει ἀκόμα καταδικάσει ἐπίσημα. «Μία τοιαύτη περίπτωσις εἶνε ἡ περίπτωσις τοῦ Πατριάρχου. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔχει κηρύξει αἱρετικὰ φρονήματα». Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση καὶ μετὰ ἀπὸ προσευχή, διαμαρτυρίες καὶ ἀγῶνα ἐναντίον του ἔχει ὁ πιστὸς χριστιανὸς «τὸ δικαίωμα, προβαίνων ἔτι περαιτέρω, νὰ παύση τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ΙΕ’ Κανόνι τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Τοῦτο ὅμως εἶνε το ἔσχατον βῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον δύναται νὰ προχώρηση, ἂν θέλη νὰ μὴ εὑρεθῆ εἰς σχίσματα καὶ εἰς ἀνταρσίας. Παύων δηλαδὴ τὸ μνημόσυνον, δὲν θὰ μνημονεύη ἑτέρου Ἐπισκόπου,… ἄλλα θὰ ἀναμένη μετ' ἠρέμου συνειδήσεως τὴν κρίσιν Συνόδου». Ἂν τότε, στὰ πρῶτα στάδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μιλοῦσε ἔτσι, πιστεύουμε ἀκράδαντα πὼς σήμερα, μετά ἀπό σαράντα χρόνια περίπου, ὁ π. Ἐπιφάνιος, βλέποντας αὐτὴν τὴν καταιγίδα τῶν παραβάσεων πίστεως καὶ τῶν συμπροσευχῶν, δὲν θὰ εἶχε κανένα δισταγμὸ γιὰ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου καὶ τὴν ἀποτείχιση.

56. Laurent-Darrouzes, Dossiet Grec de union de Lyon, σελ. 397-399, Paris, 1976.

57. Βίος ἁγίου Νικηφόρου Κων/πόλεως, ὑπὸ Ἰγνατίου, p. 166, l. 27 - p 167, l. 7.

58. Περισσότερα στοιχεῖα καὶ Πατερικὰ κείμενα γιὰ τὸ θέμα, ὅπως καὶ γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς οἱ αἱρετικοί, στο: Σημάτη Παναγιώτη, Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης Βαρθολομαῖος».

59. «Διττὸς ἐν ἡμῖν ὁ μολυσμός, ὦ Παλλάδιε, σαρκός τε καὶ πνεύματος. Καὶ κατασπιλοῖ μὲν τὴν σάρκα τὰ ταύτης ἔκτοπά τε καὶ ἀνόσια πάθη, ψυχήν τε καὶ νοῦν· μάλιστα μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἡ ἐξ ὀρθότητος τῆς δογματικῆς ἐπὶ τὰ χείρω παραφορά, καὶ τῆς ὑγιοῦς πίστεως ἡ παραφθορά· καὶ προσέτι δὲ δόλοι καὶ ἀπάται, ψευδορκίαι, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις, ἔριδες, ζῆλοι… καὶ ἰσομοιροῦσαν ἔχει τὴν ἐπὶ φαυλότητα καταβοήν» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ Ἀλήθεια Προσκυνήσεως καὶ Λατρείας, Λόγος Πεντεκαιδέκατος, V. 68, p. 989, l. 37-46). – «Διὰ τί γὰρ φησὶν Ἡγίασται ἡ ἄπιστος ἢ ὁ ἄπιστος τ<ῷ> λαμβάνειν τι ἀπὸ τοῦ πιστοῦ ἢ ἀπὸ τῆς πιστῆς, καὶ οὐχὶ βεβηλοῦται τ<ῷ> λαμβάνειν τι ἀπὸ τοῦ ἀπίστου μέρους; ἕκαστος γὰρ ἐκ τοῦ περιϲϲεύματοϲ τῆϲ καρδίαϲ διαλεγόμενος τῷ ἑτέρῳ ἢ μεταδίδωσιν ἢ μεταλαμβάνει, καὶ τῷ χρόνῳ πάντως νικᾷ τὸ ἕτερον. καὶ τίς χρεία, φησί, τοιούτου ἀγῶνός τε καὶ κινδύνου; ἢ γὰρ ἐπιτεύξεται ἢ ἀποτεύξεται» (Ὡριγένους, Εἰς τὴν Πρὸς Κορινθίους, Section 36, line 5-15).

60. Μ. Ἀθανασίου, ἐπιστολή, Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, ΡG 26, 1185-1188.

61. «Καὶ παρακαλοῦμεν ὑμᾶς, καθάπερ καὶ ἔμπροσθεν ἐποιήσατε, κοσμοῦντές τε ἑαυτοὺς καὶ τὰς Ἐκκλησίας ἀσφαλιζόμενοι, οὕτω καὶ νῦν ποιήσατε, καὶ τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας εἰς τὴν οἰκουμένην ἅπασαν, καὶ τὰς Ἐκκλησίας διαταράξαντας ἀποστρέφεσθε μετὰ τῆς προσηκούσης ὑμῖν ἀνδρείας. Τοῦτο γὰρ ἀρχὴ τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια ταῖς Ἐκκλησίαις, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν τοὺς τὰ τοιαῦτα πονηρευσαμένους ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχητε πρὸς αὐτούς» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἐπιστολὴ πθʹ, Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως, vol 52, pg 655, ln 15-ln 25).

62. «Μαρτυρία ἢ ἀποστασία; Σκέψεις… μετὰ τὴ Ραβέννα», “Ὀρθόδοξος Τύπος”, φ. 1466, 12.7.2002.

63. Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα, 29, Ε.Π.Ε., τομ., 3ος, σελ. 692, σελ. 268.

64. «Λέγει γοῦν…, ὅτι ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποίηκεν ἑαυτῆς ἡ ἐκκλησία... Ποίαν ἐκκλησίαν φάσκει ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποιηκέναι; Τὴν τῶν ἀποστόλων; Καὶ μὴν παντάπασιν ἡμεῖς ἐκείνη σύμφωνοι καὶ σπουδασταὶ καὶ ὑπὲρ ἐκείνης πάντα παθεῖν εἱλόμεθα… Ὥστ’ οὐχὶ ἐκείνην φάσκει ἀποβεβληκέναι ἡμᾶς – πῶς γάρ;– ἀλλ’ ἣν αὐτὸς ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν καὶ νεοφανῆ δόγματα …Πόθεν σὺ ἐκκλησία εὐσεβῶν; Ἀπὸ τῶν ὑγιῶν δογμάτων; Ἐργαστήριο τοίνυν γενόμενος παντὸς ψεύδους, πάσης διαβολῆς, παντὸς οὑτινοσοῦν φαύλου, παντὸς στασιαστικοῦ φρονήματος, πάσης ἀδικίας, πλεονεξίας, ἱεροσυλίας, ἁρπαγῆς, καπηλείας, εἶτα καὶ ἐκκλησίαν σεαυτόν -ὢ τοῦ θράσους! –χειροτονεῖς, οὐκ εἰδὼς ὅτι καὶ Νεστόριος καὶ Μακεδόνιος τάχ’ ἂν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὃ καὶ αὐτὸς ἰσχυρίζεσαι. Ἔσχον γὰρ καὶ αὐτοὶ τὴν αὐτὴν αὐτῷ σοι καθέδραν. Πόθεν σὺ ἐκκλησία; Ἀπὸ τοῦ δωροδοκεῖν; Ἀπὸ τοῦ ἐξαργυρίζειν τὰς δίκας; …Ἀπὸ τοῦ λόγου; Ἀπὸ τοῦ τρόπου; Ἀπὸ τῶν πράξεων; Ἀπὸ τῶν ὑγιῶν δογμάτων; …Ἀπὸ τοῦ μὴ διαστέλλειν ἀναμέσον βεβήλων καὶ ἁγίων; Ἀπὸ τοὺς ἀνεῖσθαι τὸ ἱερὸν πᾶσιν ἀνάγνοις καὶ βεβήλοις;.. Ἀπὸ τοῦ πιπράσκειν τὴν χάριν τοῦ πνεύματος; Ἀπὸ τοῦ πληρῶσαι τὴν ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως… Τοιαύτη μὲν ἡ κατὰ σὲ ἐκκλησία, ἣν πρῴην ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω. Ἡ δ’ ἡμετέρα ἐκκλησία, ἄνωθεν, ἁγνή, καθαρά, εἰρηνική, ἀπεχομένη παντός οὑτινοσοῦν φαύλου καὶ πονηροῦ καὶ πάσης ἡστινοσοῦν κακίας ἐλευθέρα καὶ ἀνεπίμικτος παντὸς ρύπου καὶ σπίλου, πρεσβεύουσα τὰ ὑγιᾶ καὶ καθαρὰ καὶ ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν» (Ἰωσὴφ Καλοθέτου, Λόγος 8, §8, παρὰ Δημητρίου Τσάμη σελ. 294 -296).

65. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐξήγησις τῆς κινήσεως…, κεφ. στ΄.

66. Μελενικιώτης, Οι Οικουμενισταὶ θέτουν ὄντως ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας.

67. Εἰς π. Γεωργίου Καψάνη, Οἱ Διαθρησκειακὲς Ἐκδηλώσεις καὶ ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας.

68. Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν κατὰ πλάτος ὅρων, v. 31, p. 989, l. 3-9.

69. Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, ἐπιστ. 39 καί ἐπιστ. 34. Τῷ αὐτῷ Λέοντι Πάπᾳ Ρώμης –«Ἀλλά ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς αἱρετικοὺς ἐὰν ὑπάρχη καὶ κάποιος ἄλλος ὁ οἱοσδήποτε, πλὴν ὅμως αἱρετικός, ἔχοντας αὐτὴν τὴν αἵρεσι ἢ κάποια ἄλλη εἴτε εἶναι Ἐπίσκοπος, εἴτε ἀσκητής, εἴτε οἱοσδήποτε, νὰ εἶναι ἀναθεματισμένος. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν ἀναθεματίζει σὲ κάθε εὐκαιρία κατ’ ἀνάγκη κάθε αἱρετικό, ἀνήκει καὶ αὐτὸς στὴν ἴδια μερίδα τῶν αἱρετικῶν. Ἐμεῖς, καταλήγει ὁ ὅσιος, εἴμεθα καθαροὶ διὰ τῶν εὐχῶν σου ἀπὸ κάθε αἱρετικὸ φρόνημα». (π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, Ἡ Ἀντιμετώπισις τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, σελ. 318).

70. Ἂν μιλοῦσε ἔτσι ὁ ἅγιος γιὰ τὴν μοιχειανικὴ αἵρεση, ἡ ὁποία καὶ δὲν εἶχε καταδικασθεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν ὁποίαν κάποιοι οὔτε καὶ ποὺ θεωροῦσαν ὡς αἵρεση, τί θὰ ἔλεγε σήμερα γιὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;

71. «Τὸ γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ ἢ προφανοῦς διαβεβλημένου κατὰ τὸν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καὶ προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ. …Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Ἐπιστολὴ 553. Πρὸς τὴν σπαθαρέαν, ἧς τὸ ὄνομα Μαχαρᾶ, Φατοῦρος σελ. 846, στιχ. 16, P.G. 99, 1668C).

72. Μ. Ἀθανασίου, Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, καὶ ἐν πίστει Θεοῦ ἱδρυμένοις.

73. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολαί, Πέτρῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας.

74. Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης, Περὶ συνεχοὺς Μεταλήψεως» σελ 175.

75. Μ. Ἀθανασίου, Fragmenta varia, ὅπ. παρ., v. 26, p. 1257, l. 28-36. –Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ἀκολουθώντας τὸ Μ. Ἀθανάσιο, ἀπαγορεύει τὴν «κοινωνία» ὄχι μόνο μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ἐπικοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς. Λέγει: «τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν» (Ἐπιστολαί, 466, l.17-18). Καὶ ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως, ἅγιος Γερμανὸς ὁ νέος, συμβουλεύει τὴν ἀποχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ ἐκείνους τοὺς «ὀρθόδοξους» ποὺ κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς Λατίνους. Συμβούλευε ἀκόμα τους λαϊκούς, νὰ φεύγουν ὁλοταχῶς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ ἔδειξαν ὑποταγὴ στοὺς Λατίνους, καὶ μήτε σὲ Ἐκκλησία ποὺ ἐκεῖνοι λειτουργοῦν νὰ πηγαίνουν, μήτε νὰ παίρνουν εὐλογία ἀπὸ τὰ χέρια τους. Καλύτερα νὰ προσεύχεστε μόνοι στὰ σπίτια σας, παρὰ νὰ συγκεντρώνεστε στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς Λατινόφρονες κληρικοὺς καὶ λαϊκούς (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν, ὅπ. παρ., σελ. 362).