Προς
Τον Μητροπολίτην Σιδηροκάστρου
κ. Μακάριον
Σταυροδρόμι: 18 /7/2017
Σεβασμιώτατε
Ἔλαβα τό ἔγγραφο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως πού συντάξατε καί ὑπογράφετε (μέ ἀριθ. Πρωτ. 94/5-7-2017) στό ὁποῖο μοῦ ἀνακοινώνετε ὅτι ἀσκεῖτε ἐναντίον μου «Κανονικήν δίωξιν» καί«παραγγέλλετε τήν διεξαγωγήν τακτικῶν ἀνακρίσεων», μέ καλεῖτε δέ «ὅπως, ἀνυπερθέτως, ἐντός πέντε (5) ἡμερῶν ἀπό τῆς λήψεως τοῦ παρόντος ἡμετέρου ἐγγράφου νά ἀπαντήσω ἐγγράφως ἐπί τῶν κατηγοριῶν οἱ ὁποῖοι μοῦ ἀποδίδονται καί νά δώσω ἐξηγήσεις δι’ αὐτάς».
Οἱ κατηγορίες πού μοῦ ἀποδίδετε συνοπτικῶς εἶναι:
«α) σχίσμα
β) απείθειαν και καταφρόνησιν της προϊσταμένης εκκλησιαστικής αρχής
γ) σκανδαλισμόν των πιστών, και
δ) εξύβρισιν και συκοφαντίαν».
Θά μέ συγχωρέσετε γιατί λόγῳ τῶν γνωστῶν σ’ ἐσᾶς προβλημάτων ὑγείας, δέν μπόρεσα νά ἀπαντήσω στὸ μικρό περιθώριο τῶν πέντε ἡμερῶν πού μοῦ ὁρίσατε. Καί ἔρχομαι εὐθαρσῶς νά ἀπαντήσω.
Α) Μέ κατηγορεῖτε ὅτι κάνω σχίσμα.
Ὄντως, Σεβασμιώτατε, δέν ὑπάρχει ὁμολογουμένως χειρότερον πρᾶγμα ἀπό τό νά ἀποσχισθεῖ κάποιος ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό σχίσμα κατά τόν ἅγιον Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο δέν συγχωρεῖται οὔτε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Καί ἀσφαλῶς ἐγώ, ἕνας «ἀγράμματος» ἱερέας –ὅπως μέ ἀποκαλέσατε τηλεοπτικά– τοῦ ὁποίου «ἄλλοι γράφουν τά κείμενα» –ὅπως εἴπατε– τί σχίσμα νά κάνω; Ἡ κατηγορία αὐτή, λοιπόν, εἶναι παντελῶς ἀστήρικτη, διότι, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος γράφει στόν πρῶτο του Κανόνα (σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ Ἱ. Κανόνος ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο),«σχισματικοί ὀνομάζονται ἐκεῖνοι ὅπου διαφέρονται πρός τήν καθολικήν ἐκκλησίαν, ὄχι διά δόγματα πίστεως, ἀλλά διά κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα». Σχίσμα δέ, «λέγεται ἡ ὀργανωμένη ἄρνηση ὑποταγῆς στήν κανονική τάξη καί ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἀποχωρισμός μιᾶς μερίδος ἀπό αὐτή μέ τή σύμπηξη ἰδιαίτερης θρησκευτικῆς κοινότητας… Ἡ σχισματική ἐκκλησιαστική κοινότητα συνήθως φθάνει καί σέ αἱρετικές δοξασίες» (Μπούμης Π., Καθηγητής Κανονικοῦ Δικαίου, «Κανονικό Δίκαιο», σελ. 244. Ἐπίσης, οἱ καθηγητές Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Τρωιάνος-Πουλῆς, σελ. 587: «Στο σχίσμα εἶναιἀναγκαία ἡ παρουσία μεταξύ τῶν δραστῶν ἑνός τουλάχιστον Ἐπισκόπου»(αὐτ. σελ. 588) Καί: «Στό σχίσμα ὑπάρχει πάντα ἀρχηγός ἐπίσκοπος» γιατί«προϋποθέτει συμπαγή, ὀργανωμένη “Ἐκκλησία” (Μαντζουνέα Εὐάγγ., Ἐκκλησιαστικόν Ποινικόν Δίκαιον, σελ. 169). Ὅπως, ὅμως, σᾶς ἀνέφερα μὲ τήν ἐπιστολή ἀποτειχίσεώς μου, οἱ λόγοι διά τούς ὁποίους διέκοψα τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας, εἶναι καθαρά λόγοι Πίστεως. Ἔγραφα: «1. Δέν φρονοῦμε Ἄκυρα–Ἀνυπόστατα Μυστήρια (πού τελοῦνται στήν Ἱ. Μητρόπολη). Ἤτοι δέν πιστεύουμε ὅτι ἐξέλιπε ἡ Χάρις ἐκ τῶν Μυστηρίων ἀλλ’ ὅτι εἰς τούς ἐν γνώσει μεταλαμβάνοντας ἀποβαίνει εἰς κρίμα καί κατάκριμα (ἴδετε παράδειγμα Ἰούδα). 2. Δέν εἰσερχόμεθα εἰς παρατάξεις Παλαιοημερολογιτῶν (Γ.Ο.Χ.) ἤ δέν δημιουργοῦμε ἄλλη νέα. Συνεπῶς δέν δημιουργοῦμε σχίσμα. 3. Θά μνημονεύεται Πάσης Ἐπισκοπής Ὀρθόδοξου…». Καί δέν δίδαξα τούς πιστούς τίποτε ὀλιγότερο καί τίποτε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι μᾶς ἔχουν διδάξει οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Εἶναι ἀνάγκη νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι ὑπάρχει καί κάποιο ἄλλο σχίσμα, τό ὁποῖο ὑπαινίσσεται καί ὁ ΙΕ΄ Κανόνας καί τό ὁποῖο ὁ ἀείμνηστος καθηγητής καί πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης ὀνομάζει δογματικό σχίσμα, ἐπειδή ἀποτελεῖ ἀπό-σχιση καί ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτό οὔτε καθ’ ὑποψίαν περιέχεται στὸ ἔγγραφο πού μοῦ ἀποστείλατε.
Φαίνεται, λοιπόν, Σεβασμιώτατε, ὅτι ἀποφασίσατε νά μέ δικάσετε δι’ ἄλλαπράγματα ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπα καί ἔπραξα;
Συγκεκριμένως στήν ἐπιστολή πού σᾶς ἐστάλη σημειώνεται:
«Προβαίνουμε λοιπόν, εἰς αὐτό πού ἐντέλλονται οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ΙΕ΄ τῆς Α–Β Συνόδου καί ὁ ΛΑ΄ Ἀποστολικός εἰς τήν διακοπήν ἁπάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεθ’ ὑμῶν καί μεθ’ ὅλων τῶν ἐχόντων κοινωνία μαζί σας… ἀποφεύγοντας οὕτω τῶν μολυσμάτων ἐκ τῆς κοινωνίας τῆς αἱρέσεως».
Ἀκολούθως ἀπαριθμοῦνται στήν ἐπιστολή πού σᾶς ἐστάλη, οἱ θεολογικοί λόγοι (λόγοι Πίστεως), οἱ ὁποῖοι κατά τους Ἁγίους Πατέρες (παλαιούς καί συγχρόνους, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς) δὲν ἐπιτρέπουν τήν κοινωνία «μεθ’ ὑμῶν»· καί οἱ Ἱεροί αὐτοί Κανόνες ἔχουν πλήρη ἰσχύ.
Μερικοί ἐξ αὐτῶν τῶν λόγων, τούς ὁποίους ἀναλυτικῶς ἀναφέρω στήν ἐπιστολή μου, εἶναι οἱ ἀκόλουθοι:
1. «Συμμετοχή εἰς τό Π.Σ.Ε.» (τό ὁποῖον –κατά τόν ἅγιον Ἰουστῖνο Πόποβιτς «οὐδέν ἄλλο εἶναι εἰμή ἀναβίωσις τῆς ἀθέου ἀνθρωπολατρείας–εἰδωλολατρείας»!).
2. «Ἄρσις» τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1965, χωρίς νά ἀρθοῦν τά αἴτια πού προκάλεσαν τό σχίσμα (Filioque, Πρωτεῖον, Ἀλάθητον κ.ά.).
3. Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας (1991) ὅπου ὁ μονοφυσιτισμός ἀναγνωρίζεται ὡς Ἐκκλησία καί τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας ἑνώνεται μέ τούς Μονοφυσίτας.
4. Συμφωνία τοῦ Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου (1993) ὅπου ἀναγνωρίζεται ὁ Παπισμός καί ἡ Οὐνία ὡς Ἐκκλησία μέ τά αὐτά Μυστήρια, Ἱερωσύνη καί Ἀποστολική διαδοχή ὡς καί ἡ Ὀρθόδοξος.
5. Μία σειρά συμφωνιῶν Ραβέννας 2004, Porto Alegre 2006, Busan 2013, ὅπου οἱ προδοσίες εἶναι τοῦ αὐτοῦ μεγέθους, ἐάν μή καί μεγαλύτερες.
6. Συμμετοχή τῶν προκαθημένων σέ λειτουργίες ἀμφοτέρωθεν τῶν πλευρῶν καί μέ κοινό Ποτήριο (intercommunion–ὅρα Ραβέννα). Τό 2006 καί 2014 εἰς τό Φανάρι ἰδιαίτερα, ὅπου ἔχουμε ἀπαγγελία τοῦ Πάτερ ἡμῶν ὑπό τοῦ Πάπα, Λειτουργικούς ἀσπασμούς καί πάλιν ἀναγνώρισιν τοῦ Παπισμοῦ ὡς Ἐκκλησία.
7. Παραλείπονται καί κάποια ἄλλα καί ἀναφέρω τό πρόσφατον. Σᾶς ἐγράψαμε: «Ἡμεῖς ἐνταῦθα θά σταθοῦμε στήν κορύφωση τοῦ κακοῦ (κερασάκι τῆς τούρτας) τήν συνοδική πλέον ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησίες, ἔνθα καί ἐστάθη ἡ σταγών ἐκείνη ὅπου τό ποτήριον ὑπερχείλησε», ἀφοῦ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης «τυγχάνουν, πέραν κάθε ἀμφισβητήσεως, ἀντορθόδοξες», ὅπως συνάδελφοί σας Μητροπολίτες ἔγραψαν. «Θά χρησιμοποιήσουμε (ἔγραφα στὴν ἐπιστολή μου) ἀπόσπασμα αὐτολεξεί ἐκ κειμένου τοῦ Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβροσίου):
«Ναί, στήν Κρήτη γιά πρώτη φορά οἱ διάφορες χριστιανικές Ὁμολογίες ἐνδύονται τόν μανδύα τῆς ἐκκλησιαστικότητας! Ὑπερίσχυσε δηλαδή περιληφθέν στό άρθρο 6 τοῦ κειμένου τοῦ Σαμπεζύ “Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς”».
Λοιπόν, Σεβασμιώτατε, γιά ποιό σχίσμα μέ κατηγορεῖτε; Ὅλα τά παραπάνω, τά ὁποῖα ἐπικαλοῦμαι, ἀσφαλῶς χρήζουν ἐξετάσεως καί ἐρεύνης γιά ὅποιον τά ἀμφισβητεῖ, ἀλλά σαφῶς εἶναι θέματα Πίστεως κι ὄχι διοικητικά, ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ κατηγορία ἐπί σχίσματι, ὅπως ἀκριβῶς περιλαμβάνεται στό ἀποσταλέν ἔγγραφόν σας. Καί ἐφ’ ὅσον ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος παρέχει τό δικαίωμα νά προχωρήσω εἰς τήν ἱεράν ἀποτείχισιν, σημειώνοντας μετ’ ἰδιαιτέρας ἐμφάσεως (ὁ ΙΕ΄ Κανών) ὅτι σχίσμα (δογματικό ἐννοεῖται) πραγματοποιοῦν ἐκεῖνοι πού παραβαίνουν τούς περί Πίστεως διατάξεις (ἀποσχιζόμενοι τῆς ἀληθείας τῆς Πίστεως) καί ὄχι ἐκεῖνοι πού ὑπερασπίζονται τήν πίστιν, πῶς στοιχειοθετεῖται ἡ κατηγορία περί σχίσματος, ὅπως τήν διατυπώνετε καί τήν ὁποία μοῦ ἀποδίδετε;
Εἶναι φανερή, Σεβασμιώτατε, ἡ πρόθεσίς μου, ΟΧΙ νά ἀποσχισθῶ ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά νά παραμείνω στήν ΜΙΑ Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου, ὅπως αὐτή μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι, κι ὄχι ὅπως τήν κατήντησε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν, διηρημένη καίἰσότιμη μετά τῶν αἱρέσεων. Διότι, ναί μέν διακηρύσσει ὁ Οἰκουμενικός ὅτι «Πιστεύει εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν», ἀλλά αὐτή ἡ δήλωσίς του καταργεῖται –καταδεικνύει μάλιστα καί δόλο– ὅταν παραλλήλως ἀποδέχεται τόν Παπισμόν ὡς Ἐκκλησίαν, ἀλλά καί τάς Προτεσταντικάς Ὁμολογίας ὡς Ἐκκλησίας μέ μυστήρια καί Ἱερωσύνη!
Μία ἀπό τίς ἐπί μέρους κατηγορίες ἐναντίον μου, ἡ ὁποία συμφώνως μέ τίς ἀπόψεις σας θεμελιώνει τήν κατηγορία τοῦ διοικητικοῦ σχίσματος καί διά τήν ὁποία πρέπει νά δώσω ἐξηγήσεις, εἶναι καί ἡ ἑξῆς:
«Προφανῶς δέν ὑπείκετε εἰς τήν κανονικήν τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως ἡ συνεχιζομένη καί κλιμακούμενη ἄχρι τοῦδε ἐκ μέρους σας στάσις κατέχεται ὑπό ἑωσφορικοῦ ἐγωϊσμοῦ καί ἀκράτου ἡγεμονικῆς ἐπιβολῆς τῶν ἀπόψεών σας περί γνώσεως τῶν πάντων καί ἐπί παντός ἐπιστητοῦ καί θεολογικοῦ λόγου, ὡς κριτοῦ καί δικαστοῦ ὅλων τῶν κληρικῶν τῶν κατά τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν»!
Ἐδῶ, Σεβασμιώτατε, συγχέετε τήν κανονικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν στάσιν κάθε πιστοῦ, καί δή ἱερέως, εἰς τά θέματα τῆς Πίστεως! Οὐδόλως ἀμφισβήτησα τήν κανονικότητα τῆς θέσεως τήν ὁποίαν κατέχετε. Γι’ αὐτό μέ σεβασμό ἀναφέρθηκα σέ σᾶς, καί σᾶς ἀνήγγειλα ὅτι διακόπτω τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας, σύμφωνα μέ συγκεκριμένους Ἱερούς Κανόνες, καί ὄχι τήν κανονικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς σας. Δηλαδή, ἐφήρμοσα καί δέν κατήργησα τήν Κανονικότητα. Ταυτόχρονα ἐφήρμοσα τίς Ἐντολές τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα ἔχουμε Ἐντολή νά ἐφαρμόζουμε καί νά μιμούμεθα. Σᾶς ἐρωτῶ, Σεβασμιώτατε· δέν ἔχω ὡς ἱερέας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων, τήν ὑποχρέωση σέ ζητήματα Πίστεως νά ἀντιδρῶ σέ ὅ,τι διδάσκεται δημοσίως καί ἀντιστρατεύεται τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησία; Δέν εἶναι αὐτή ἡ γραμμὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Τώρα ἐσεῖς, τήν ἐφαρμογή τῶν θείων Ἐντολῶν, τήν ὀνομάζετε «ἑωσφορικό ἐγωϊσμό»; Θά δεχόμουν τόν χαρακτηρισμό τοῦ ἐγωϊστή, ἄν μοῦ μιλούσατε καί μοῦ ὑποδεικνύατε –ἀπό ἐνδιαφέρον πατρικό γιά μένα– συγκεκριμένες ἐγωϊστικές ἐνέργειες, μέ στόχο τήν διόρθωσή μου. Θά εἴχατε κάθε δίκιο νά μέ ἐπιτιμᾶτε, ἄν προηγουμένως μοῦ ἀποδεικνύατε προσωπικά μου λάθη πού σκανδάλισαν τό Λαό καί δέν τά διόρθωνα. Ἀλλά ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως μέ συγκεκριμένα ἐπιχειρήματα, εἶναι καθῆκον, κι ὄχι ἐγωϊσμός. Ἀκόμα κι ἄν ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ τρόπος μου δέν ἦταν ὁ πρέπων, ἔπρεπε νά μοῦ διδάξετε «τρόπους», ἀλλά νά ἐξετάσετε καί τίς ἐνστάσεις μου, ἀφοῦ μάλιστα ἐστηρίζοντο στούς Ἁγίους μας. Ἂν τίς ἐξετάζατε καί βλέπατε ὅτι αἱρετίζω, τότε νά διατάζατε ἔρευνα. Τώρα, χωρίς ἐξέταση, χωρίς τήν διατύπωση συγκεκριμένων αἰτιάσεων γιά κακοδοξίες, μέ ποιό δίκαιο (ἀνθρώπινο ἤ θεῖο) μέ στέλνετε σέ δίκη;
Ἀλλά, δυστυχῶς, αὐτό τό ἐπιχείρημα τοῦ σχίσματος ποὺ ἐχρησιμοποιήσατε, ἀλλά καί τῆς ἀπειθείας, εἶναι γνωστό στό χῶρο τῶν Ἐπισκόπων, ὅταν θέλουν νά ἐξουδετερώσουν καί νά καταδικάσουν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τολμᾶ νά διαχωρίσει τήν θέση του ἀπό κακόδοξες ἤ παρόνομες τοποθετήσεις. Ὁ ΙΕ΄ ἱερός Κανόνας, ὅμως, εἶναι σαφής: οὔτε σχίσμα, οὔτε ἀνταρσία διαπράττει ἐκεῖνος πού ἐφαρμόζει τόν Κανόνα, ἀντίθετα, μέ αὐτόν τόν τρόπο βοηθεῖ σύμφωνα μέ τίς μικρές του δυνάμεις, ὥστε νά προστατευθεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα. Καί γιά τοῦτο αὐτός πρέπει (σύμφωνα μέ τόν Ἱερό κανόνα νά ἐπαινεῖται, κάτι πού δέν περιμένω, βέβαια, νά κάνετε ἐσεῖς. Οὔτε λοιπόν, δίκασα κανέναν, οὔτε τοποθετήθηκα «ἐπί παντός ἐπιστητοῦ», ἀλλά ἁπλά –στηριζόμενος στους Ἁγίους μας– διετύπωσα, ὅπως ἔχω ὑποχρέωση, ὡς ταπεινός ποιμένας τήν Ἁγιοπατερική μας Παράδοση καί τήν πρακτική ἀπόδειξή της. Τώρα, ἄν ἄλλοι μεγαλόσχημοι κληρικοί δέν τό κάνουν, αὐτό εἶναι δικό τους πρόβλημα.
Β) Μέ κατηγορεῖτε γιά «απείθειαν και καταφρόνησιν της προϊσταμένης εκκλησιαστικής αρχής».
Ὅπως εἴδατε (καὶ εἶδαν ὅλοι ὅσοι διάβασαν τήν ἐπιστολή μου) καμιά καταφρόνηση, καμιά ἀπείθεια, ἀλλά μέ σεβασμό ἀναφέρθηκα στό πρόσωπό σας καί πάντα στόν πληθυντικό, ἐνῶ ἐσεῖς, πρός ἕναν «ἀγράμματο» μιλᾶτε στόν ἑνικό, δέν σέβεστε οὔτε τήν ἱερωσύνη του, τοῦ προσάπτεται κατηγορίες περί ἑωσφορικοῦ ἐγωϊσμοῦ κ.λπ. (Παρεμπιπτόντως, ὅσο σᾶς μνημόνευα δέν ἤμουν «ἀγράμματος»; Καί, πότε ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ τούς «ἀγράμματους» ὡς δευτέρας καί τρίτης κατηγορίας πιστούς; Μήπως ἑκατομμύρια Ἅγιοί μας δέν ἦσαν «ἀγράμματοι» κοσμικά, ἀλλά ἐγγράμματοι εἰς θέματα Πίστεως;).
Ἐγώ, Σεβασμιώτατε, σᾶς ἐξέθεσα συγκεκριμένα θέματα τῆς Πίστεως· σᾶς παρέθεσα τά γεγονότα σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ἡ Πίστις μας διαστρέφεται καί καταλύεται, οἱ πιστοί ἐκ τούτου σκανδαλίζονται καί χάνουν τήν πίστη τους· καί σᾶς δήλωσα ὅτι ἐφαρμόζω συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς Κανόνες. Ἐσεῖς, λοιπόν, ὡς «καλός ποιμήν, τί ἔπρεπε νά κάνετε; Δέν ἔπρεπε νά ἀντικρούσετε τά ἐπιχειρήματά μου, μέ Εὐαγγελικά καί Πατερικά κείμενα καί ἔτσι νά μέ πείσετε καί μένα (πού ὡς ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνω λάθος), ἀλλά νά ἀναπαύσετε ταυτόχρονα καί τούς πιστούς πού ἐξ αἰτίας τῆς στάσεώς σας –στὸ θέμα κυρίως τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης– ἔχουνκατασκανδαλιστεῖ; Ἀντ’ αὐτῶν, ἐσεῖς (καί ἐπειδή ἀκριβῶς τέτοια ἁγιοπατερικά κείμενα δέν ἀνακαλύψατε, γιατί δέν ὑπάρχουν), ἐφεύρατε τήν εὔκολη λύση: μέ κατηγορεῖτε γιά «απείθειαν και καταφρόνησιν της προϊσταμένης εκκλησιαστικής αρχής»!
Ὅμως, Σεβασμιώτατε, ὅσοι ἀκολουθοῦν τούς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἄνθρωποι ὑπακοῆς καί εὐπειθεῖς στούς Ἁγίους, σέβονται τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας καί προτιμοῦν νά τὴν ὑπερασπίζονται (διότι τοῦτο ἀποτελεῖ ὁμολογία Πίστεως καί ἔχει σχέσιν μέ τή σωτηρία τους), ἔστω κι ἄν λυπήσουν τόν Ἐπίσκοπο πού τούς χειροτόνησε καί εἰς τόν ὁποῖο δι’ αὐτό ὀφείλουν βέβαια εὐγνωμοσύνη. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ὅμως, Σεβασμιώτατε, εἶναι ἡ Ἀλήθεια, οἱ Ἅγιοι καί ὁ Θεός! Ὅσοι περιφρονοῦν τήν Ἀλήθεια καί τά Δόγματα τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως τό Δόγμα περί «Μίας» Ἐκκλησίας), περιφρονοῦν καί τοὺς Ἁγίους Πατέρες, καί τόν Θεό καί, ἀσφαλῶς, δέν ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία καί τό παράδειγμά τους· δέν σέβονται, δηλαδή, τήν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον π.χ. δέν καταδικάζουν τίς αἱρέσεις, ὅπως πάντα ἔπρατταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ποιόν νά ἀκούσουμε, Σεβασμιώτατε, σέ ποιόν νά κάνουμε ὑπακοή; Εἰς ὑμᾶς ἤ εἰς τούς Ἁγίους; Ἤ μήπως θά μοῦ πεῖτε τώρα ὅτι δέν πρέπει νά μιμούμεθα τούς Ἁγίους καί νά ὑπακούομε στήν διδασκαλία τους, ἀλλά ἀντίθετα νά ἀκολουθοῦμε τούς Ἐπισκόπους, κι ἄς λενε πράγματα διαφορετικά ἀπ’ ὅσα οἱ Ἅγιοι μᾶς δίδαξαν; Σᾶς παραθέτω τούς στίχους ἑνός Ἁγίου, τοῦ ὁσίου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητοῦ διά τῶν ὁποίων δίδεται σαφής ἀπάντησις εἰς τό παραπάνω ἐρώτημα:
«Μή πείθεσθε μονάζουσι, μηδέ τοῖς πρεσβυτέροις,ἐφ' οἷς ἀνόμως λέγουσι, κακίστως εἰσηγοῦνται.Καί τί φημι μονάζουσι, καί τί τοῖς πρεσβυτέροις;Μήδ' ἐπισκόπους εἴκετε (ὑπακούετε) τά μή λυσιτελοῦνταπράττειν καί λέγειν· καί φρονεῖν δολίως παραινοῦσινοἵτινες περικείμενοι μόρφωσιν εὐσεβείαςπᾶσαν τήν δύναμιν αὐτῆς εἰσίν ἀπηρνημένοι...Αἱρέσεως φανείσης εἰς τήν γῆν ἐπικροτούσηςὑπέκυψαν καί τούς λοιπούς ὠθοῦσιν ὑποκύπτειν,οἷς οὐ προσῆκον πείθεσθε, κἄν καί ποιμένες εἶεν,ἀλλ' οὐδέν ἐνδέχεται καλεῖν τούτους ποιμένας ὅλως,τούς λυμεῶνας καί φθορεῖς τῆς Χριστωνύμου ποίμνηςκαί μή τούς ὅρους σώζοντας τῆς ἀρχιερωσύνης».
Πῶς λοιπόν, Σεβασμιώτατε, νά ἀκούσουμε τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, κι ὅσους συμφώνησαν μαζί του στίς κακόδοξες ἀποφάσεις τῆς «Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου»;
Νά σᾶς θυμίσω, ἐδῶ, καί κάτι ἄλλο, Σεβασμιώτατε. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ζήτησε τήν τιμωρία δύο Μητροπολιτῶν καί δύοπρωτοπρεσβυτέρων καί τῶν σύν αὐτοῖς. Τί ἔκανε ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Τούς τιμώρησε; Γνωρίζετε πώς ὄχι. Ἄρα, ἡ σκληρή, σκληρότατατη κριτική πού ἐξησκήθη ἀπό καθηγητές Πανεπιστημίου καί Ἐπισκόπους δέν θεωρήθηκε ὡς «απείθεια καί καταφρόνησις της προϊσταμένης εκκλησιαστικής αρχής», παρ’ ὅτι τοῦτο τό ζήτησε ὁ Οἰκουμενικός, ἐνῶ ἡ χαμηλῶν τόνων κριτική ἑνός «ἀγράμματου» παπά, καί ἄρα ἀκίνδυνη, πού εἶπε τά ἴδια πράγματα μέ ἄλλα λόγια, τιμωρεῖται;
Γ) Με κατηγορεῖτε για σκανδαλισμόν των πιστών
Τήν κατηγορία γιά σκανδαλισμό τῶν πιστῶν, ὅπως φαίνεται Σεβασμιώτατε, τόν στηρίζετε «στήν ἐκφωνηθεῖσα ὁμιλία» μέ τήν ὁποία ἀνακοίνωσα ὅτι «διακόπτω τήν μνημόνευσιν τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου»· στό γεγονός τῶν «πολλῶν διαδικτυακῶν ἀναρτήσεων εἰς τους ἱστοτόπους paterikiparadosi, opaidagogos, katanixis»· καί εἰς τό γεγονός «τῶν προκληθέντων ἀσεβῶν, βλάσφημων καί ὑβριστικῶν σχολίων ἀνώνυμων καί ἐπώνυμων σχολιαστῶν ἕνεκεν καί κάτωθεν τῶν ὡς ἄνω ἀναρτήσεων»!
Ἄν, Σεβασμιώτατε, εἶχαν τήν ἴδια μέ σᾶς γνώμη οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, δέν θά ἔλεγαν τίποτε κατά τῶν ἀσεβῶν, τῶν αἱρετικῶν κ.λπ. γιά νά μήν σκανδαλίσουν τάχα τούς πιστούς! Θά μποροῦσα νά ἀναφέρω μερικές δεκάδες αὐστηρές ἐκφράσεις (πού σήμερα θά τίς χαρακτήριζαν κάποιοι φοβερές ὕβρεις, ἀπ’ αὐτές πού ὑπάρχουν στήν Π. καί Κ. Διαθήκη ἀλλά καί στά κείμενα τῶν Ἁγίων κατά τῶν ἀσεβῶν. Ἐξέφρασα ἐγώ κάποια τέτοια σκανδαλίζουσα ἔκφραση; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὑποστήριξα τήν Πίστη πού κακῶς διασύρεται ἀπό τόν Πατριάρχη καί τούς ὁμοϊδεάτες του. Μέ καλεῖτε, λοιπόν, νά μέ δικάσετε γιατί πραγματοποίησα αὐτό, πού εἶναι τό καθῆκον κάθε πιστοῦ καί κυρίως ἱερωμένου καί Ἐπισκόπου: ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως! Ἀλλά γιά τόν Πατριάρχη (πού ἔχει καταργήσει ἐμπράκτως περίπου 200 Κανόνες), τόν Μεσσηνίας, τόν Δημητριάδος πού συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς παρά τούς Ἱ. Κανόνες, ὁμιλοῦν κακοδόξως περί διηρημένης Ἐκκλησίας καί μεταπατερικῆς θεολογίας, περί πολλῶν Ἐκκλησιῶν, πού ὑπέγραψαν αὐτά στό Πόρτο Ἀλέγκρε, καί ἐφαρμόζουν τόν Οἰκουμενισμό διά τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, πού μέ ὅλα αὐτά κατασκανδαλίζουν τό λαό, δέν εἴπατε τίποτα· αὐτά δέν σᾶς ἐνοχλοῦν! Γι’ αὐτούς δέν ἰσχύουν, Σεβασμιώτατε, οἱ Ἱ. Κανόνες, οἱ ὁποῖοι καταδικάζουν τέτοιες κακόδοξες διδασκαλίες; Γιά μένα ὅμως, «ἀνακαλύφθηκαν» Ἱ. Κανόνες, πού παρότι δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τίς πράξεις μου, θά τούς χρησιμοποιήσετε γιά νά μέ τιμωρήσετε! Ἐπειδή ἐφάρμοσα τήν διαχρονική ἐκκλησιαστική Παράδοση, πού μάλιστα μνημονεύεται καί στόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας!!! Ὡραία δικαιοσύνη! Ὅσοι καταλύουν τούς Κανόνες, εἶναι ἀρεστοί σέ σᾶς, δέν σκανδαλίζουν τούς πιστούς, καί τούς κάνετε ὑπακοή. Ὅσοι ὑπερασπίζονται τούς Ἱ. Κανόνες, σκανδαλίζουν καί…τιμωροῦνται!
Καί γιά νά μήν νομίσετε ὅτι εἶναι δικές μου οἱ διαπιστώσεις αὐτές γιά τούς παραπάνω Ἐπισκόπους, σᾶς ὑπενθυμίζω ὅτι τά ἔχουν πεῖ καθηγητές Δογματικῆς, συνεπίσκοποί σας (ὅπως ὁ Γόρτυνος, Ναυπάκτου, Καλαβρύτων κ.ἄ., ἀλλά καί ὁλόκληρες Σύνοδοι Ἐκκλησιῶν, ὅπως αὐτή τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας. Καί εἴμαστε ὑποχρεωμένοι βέβαια, νά ὁμιλοῦμε γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς Πίστεως, ὄχι μόνο στό ποίμνιό μας, ἀλλά παντοῦ, ὅταν προσβάλλεται ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, Σεβασμιώτατε, ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως ἀποτελεῖ καθῆκον καί ἔννομο δικαίωμα καί τοῦ τελευταίου χριστιανοῦ. Πόσο μᾶλλον τοῦ κληρικοῦ. Τοῦτο μᾶς τό διδάσκουν οἱ Ἀπόστολοι οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί τόσοι ἄλλοι καί, προπάντων ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, στόν Ὁποῖον καί ἐσεῖς καί ἐγώ θά δώσουμε λόγο γιά κάθε χαμένη ψυχή.
Ἄν λοιπόν ἐνδιαφέρεσθε, Σεβασμιώτατε, γιά τόν σκανδαλισμό τῶν πιστῶν, ἔπρεπε (ἄν ὄχι καί δημοσίως) τουλάχιστον ἰδιωτικῶς, νά εἴχατε στείλει δεκάδες ἐπιστολές σέ συνεπισκόπους σας, πού σκανδαλίζουν τό ποίμνιο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, καθόσον μάλιστα, ἐάν κάτι τέτοιο ἔκαμνα ἐγώ, θά μέ καλούσατε εἰς ἀπολογίαν γιά ἔλεγχο ἀνωτέρων μου. Ἔχετε νά μᾶς δείξετε τέτοιες ἐπιστολές σας;
Ἔπειτα, Σεβασμιώτατε, μέ κατηγορεῖτε γιά τήν δημοσίευση σχολίων, πού ἔχουν γράψει ἄλλοι σέ διάφορες ἱστοσελίδες, καί σ’ αὐτές, στίς ὁποῖες δέν ἀπέστειλα ἐγώ τό κείμενο ἀποτειχίσεως καί βέβαια, δέν τούς παρότρυνα νά γράψουν ἐναντίον σας. Ξέρω, θά πεῖτε, ἔγραψαν ἐπειδή ἐσύ ἔδωσες τήν ἀφορμή! Ἄρα νά μή μιλᾶμε, νά μήν ἐκφράζουμε τίς ἀπόψεις μας, νά μήν ὑπερασπίζουμε τήν πίστη μας, ἐπειδή κάποιοι εἶναι δυνατόν νά σχολιάσουν; Πάντως γνωρίζετε, Σεβασμιώτατε, ὅτι οὔτε ἠθικά, οὔτε νομικά φέρω εὐθύνη, ἄν κάποιοι σχολιάζουν κείμενά μου. Μέ τήν ἴδια λογική κι ἐσεῖς δέν ἔπρεπε νά δώσετε τήν συνέντευξη ἐναντίον μου, γιατί κάποιοι σκανδαλίστηκαν, πιθανόν νά ἔγραψαν καί κάποια σχόλια ἐναντίον μου, διασύροντας τό ὄνομά μου!
Δ) Με κατηγορεῖτε για εξύβρισιν και συκοφαντίαν
Μιλᾶτε γιά ἐξύβριση καί συκοφαντία, ἀλλά δέν γράφετε ποιές συκοφαντίες εἶπα, οὔτε ποιές ὕβρεις γιά τό πρόσωπό σας. Ἐκτός ἄν ὡς ὕβρεις θεωρεῖτε τό δικαίωμά μου νά διακόψω τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας. Αὐτό, ὅμως, εἶναι κανονικό δικαίωμα πού μοῦ τό δίνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἔσχατο μέσο ἀντιμετωπίσεως πραγμάτων πού ἔχουν σχέση μέ τά τῆς Πίστεως.
Ἄν κάποιος θά εἶχε παράπονο ὅτι ἐξυβρίζεται καί συκοφαντεῖται, εἶμαι ἐγώ, Σεβασμιώτατε, γιατί μιλήσατε μέ ἄκρως ὑποτιμητικό τρόπο γιά μένα, μιλήσατε γιά «φανατισμούς», ἐννοώντας τήν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως· μέ εἴπατε «ἀγράμματο» καί στήν προσπάθεια νά μέ ὑποτιμήσετε γράψατε ὅτι ἄλλοι μοῦ ἔγραψαν ὅσα εἶπα! Ἀλλά εἶναι αὐτό κακό; Δέν γνωρίζετε ὅτι τούς λόγους μορφωμένων καί ἐπιφανῶν, ὅπως Οἰκουμενικοί Πατριάρχες μέ πολλά πτυχία καί διδακτορικούς τίτλους, τούς γράφουν –γιά κάποιο λόγο– ἄλλοι, ὅπως ἀποκάλυψε ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, σίγουρα μή ἀγράμματος, καί κανείς δέν τόν διέψευσε! Δέν ἀκούσατε σάν Ἐπίσκοπος, ὅτι ὁ Χριστός ψαράδες διάλεξε καί ὄχι καθηγητές πανεπιστημίων, καί ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «τά μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά, καί τά ἀγενῆ τοῦ κόσμου καί τά ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καί τά μή ὄντα, ἵνα τά ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μή καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»; (Α΄ Κορ. 1, 27-29). Εἶστε ἐσεῖς πιό σοφός ἀπό τόν Παῦλο; Ἤ θά καταδικάσετε μαζί μου καί τόν Παῦλο καί ὅλους τούς «ἀγράμματους» τῆς Ἐκκλησίας;
Μέ παρουσιάσατε πλούσιο, ἐν σχέσει με τούς ἐνορίτες μου, χωρίς νά σκεφθεῖτε ἄν αὐτό διαβάλλει κοινωνικά ἕναν οἰκογενειάρχη μέ παιδιά. Τότε τί νά πεῖ κανείς γιά ἕναν ἄγαμο Ἐπίσκοπο χωρίς παιδιά, μέ πληρωμένο σπίτι καί αὐτοκίνητο καί τόσες ἄλλες διευκολύνσεις λόγῳ τῆς ὑπεροχικῆς του θέσεως; Ἄν εἶμαι πλούσιος, ὅπως λέτε, δεῖξτε μου παρακαλῶ τά πλούτη μου ἤ ρωτεῖστε τούς ἐνορίτες μου, γιατί ὑπερασπίζονται ἕναν ἱερέα πού «πλούτισε εἰς βάρος τους»!
Ἔπειτα, ἐμπλέξατε προσωπικά καί οἰκογενειακά μου δεδομένα ἄσχετα μέ τό θέμα τῆς Πίστεως πού μᾶς ἀπασχολεῖ γιά νά μέ κάμψετε· μέ παρουσιάσετε ὡς ἄστοργο καί ἀδιάφορο πατέρα, πού μέ τήν ἐνέργεια τῆς Διακοπῆς μνημοσύνου βλάπτει τά παιδιά του, προσβάλοντας ἔτσι καί πληγώνοντας δημοσίως τά παιδιά μου, χρησιμοποιώντας τα γιά νά μοῦ κάμψετε τό φρόνημα καί νά μέ κάνετε νά ζητήσω συγγνώμη! Ἀμφισβητεῖτε τήν σοβαρότητα καί τήν ἁγνότητα τῆς πατρότητάς μου καί ἀντί νά ζητήσετε ἐσεῖς συγγνώμη ἀπό ἕναν δημοσίως λοιδωρούμενο πατέρα, θέλετε τό ἀντίθετο. Νά σᾶς θυμίσω τί μοῦ γράψατε στό μέ ἀριθ. Πρωτ. 90 ἔγγραφο πού μοῦ ἀποστείλατε:
«Θά ἤθελα νά προστατεύσω τά τέκνα σου πάσῃ θυσίᾳ ἀρκεῖ νά ἐνεργήσεις πρός τοῦτο καί σύ. Παῦσε λοιπόν κατ’ ἐξακολούθησιν νά τά πληγώνεις»!
Δηλώνετε, λοιπόν, δημοσίως –μέ ποιό ἀντικειμενικό-μετρήσιμο κριτήριο; μέ ποιά αὐτογνωσία;– ὅτι ἀγαπᾶτε ἐσεῖς πιό πολύ τά παιδιά μου ἀπό ἐμένα; Ποιός νόμος, κοσμικός ἢ μή, σᾶς ἐπιτρέπει μία τέτοια συμπεριφορά; Καί πάλι παρεπιμπτόντως σᾶς ἐρωτῶ: Τώρα δέν ἀνησυχεῖτε μήν πληγωθοῦν καί πεινάσουν τά παιδιά μου; Τί εἴδους δικαιοσύνη καί τί «πατρικό» ἐνδιαφέρον εἶναι αὐτό;
Ἔπειτα μοῦ ἐπιβάλατε παρανόμως τήν ποινή τῆς ἀργίας καί μέ ἀπειλήσατε γιά διακοπή μισθοδοσίας, χωρίς νά ὑπάρχει Νόμος τῆς Πολιτείας ἤ τῆς Ἐκλησίας πού νά προβλέπει κάτι τέτοιο, πέρα ἀπό τό ΙΕ΄ Κανόνα, πού δίνει αὐτό τό δικαίωμα. Ἄρα: α) ἐξασκήσατε ψυχική βία γιά νά μέ ἀποτρέψετε ἀπό τήν ἐφαρμογή ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ Κανόνος καί β) ἄν ἐπιμείνετε στήν ἀπόφασή σας, θά ἀποδείξετε ὅτι ταυτίζεσθε μέ τούς ψευδεπισκόπους γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Κανόνας! Καί, βέβαια, ὅλα αὐτά πρίν –ἔστω– κάποιο ὄργανο ἀποφανθεῖ ὅτι παρανόμησα καί δέν ἐφήρμοσα ὀρθῶς τόν ΙΕ΄ Κανόνα! Ὡς ἐκ τούτου ἐγώ θά ἔπρεπε νά προσφύγω στά ἐκκλησιαστικά καί ποινικά δικαστήρια κι ὄχι ἐσεῖς!
Αὐτά, Σεβασμιώτατε, μέ σεβασμό καί παρρησία εἶχα νά σᾶς ἀπαντήσω. Παρά τά ὅποια λάθη μου καί παραλείψεις μου, ἐμμένω στήν ἀπόφασή μου, καθόσον μάλιστα οὐδέν ἐπιχείρημα, οὐδέν Πατερικό, Ἁγιογραφικό λόγο μοῦ παρουσιάσατε καί οὐδεμία Πατρική ἀγάπη μοῦ ἐπιδείξατε, ἀντίθετα μιά δεσποτική «ἀγάπη» πού τρομάζει καί πληγώνει! Ὅλα αὐτά μέ κάνουν νά αἰσθάνομαι ὅτι βαδίζω τόν ἀληθινό δρόμο τῆς Πίστεως.
Περιμένω, τελειώνοντας, πρίν καταφύγετε σέ ἀνακρίσεις καί τιμωρίες, νά ἀναπτύξετε, ὡς ἐγγράμματος καί κάτοχος Πανεπιστημιακῶν Πτυχίων καί ἐξαίρετων μεταπτυχιακῶν σπουδῶν, τά θεολογικά σας ἐπιχειρήματα, ὥστε νά μέ πείσετε, ἄν μπορέσετε, μέ δημόσιο λόγο ἐλεγχόμενο ὑπό πάντων, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας, ἀποδέχεται ὅλες αὐτές τίς κακόδοξες ἐνέργειες τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἴτε αὐτές πού ἐκφράζουν προσωπικά, εἴτε αὐτές πού διατύπωσαν ἐν Συνόδῳ στήν Κρήτη. Οἱ διοικητικές τιμωρητικές ἁρμοδιότητες στά στενάχωρα ἐπισκοπικά γραφεῖα, μέ ἀνακριτές πιστούς σας ἱερεῖς, ὅπου ἡ ἀδιαφάνεια δέν ἐπιτρέπει τόν ἐκκλησιαστικό ἔλεγχο, δέν συνάδουν μέ τό διακονικό λειτούργημα τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε μέ τήν ἐλευθερία «ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε»!
Μέ σεβασμό στό νόμιμο ἐπισκοπικό σας ἀξίωμα
(Ἱερέας Φώτιος Τζούρας)